Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Κατάλυσης ΙΙ







Κοίταξα έξω την πόλη του Πού. Όλα ήτανε φωτισμένα από κεριά και οι αθρώποι κοιτούσαν κατάνυχτοι. Κοιτούσα κι εγώ για λίγο ακίνητος, χωρίς ανάσα σα ψάρι, με τα μάτια πεντάνοιχτα. Άκουσα ένα γέρο να μου δίνει ευχή(την ευχή μου, την ευχή μου παιδί μου) και μετά μέσα απ την πόλη, σαν αμφιθέατρο που τανε, ακούστηκε: Εεεεεεεεεί, Βρεεεεεεει, βρε σταματάτε τον βρεεεεεει! Και ένα ποδοβολητό ενός παιδιού πολύ αλλιώτικου ακούστηκε. Ητω ο αμπλαούμπλας ο ατσούμπαλος το φυλαχτό μου ο Μήτσος. Έσπρωξε τον κόσμο από μπρος του, δεν υπολόγιζε τίποτα ο άθρωπος, και παραλίγο να χτυπήσει άθελά του μια εγκυμονούσα γυναίκα και όλο φώναζε βρέεεεεεεεει σταματάτε τον βρεεεεει, ώσπου έφτασε εμπρός στην κατάλυση, έκανε δυο σάλτα δυνατά και με έσφιξε σε μια αγκαλιά ατελείωτη. Το όνομά μου ψιθύρισε και έπειτα μου είπε να θυμηθώ πως με λένε, να θυμηθώ από που έρχομαι. Να θυμηθείς πως σε λένε, να θυμηθείς από που έρχεσαι. Έτσι μου είπε και μετά χαμογέλασε. Τόνε πήρανε λίγο τα ζουμιά, το ίδιο και μένα.

Και ύστερα έφυγε. Που πήγε αυτός έφυγε; αυτός είναι το φυλαχτό μου απ τα χρόνια τα νήπια είπα, κι όμως αυτός ήταν που έφυγε. Τελικά έτσι κατάλαβα κι ας ήθελα να λέω ταντίθετα. Τους ξανακοίταξα όλους όσο τράβαγαν οι μούτσοι τα σκοινιά και τη ράμπα της κατάλυσης, κι όλοι ήτω σιωπηλοί και κατάνιχτοι και το φυλαχτό μου, ο Μήτσος μου, όλο φιλιά μου έστελνε και με χαιρέταγε, αντίο. Και μοιάζανε όλο σιγότερα οι αθρώποι να φθείρουν, σα να φυσά κανείς μια χούφτα με ώχρα.
Το λιμάνι έφευγε προς τον ορίζοντα, η πόλη του Που χανόταν από τα μάτια εμπρός. Ημουν εγώ εκείνος που έφευγε.

Τότε, ένας του καταστρώματος, άσπρος κάτασπρος, ξέξασπρος, μου είπε τράβα κάτω, να πας κάτω παιδί μου. Κάτω; που κάτω αποκρίθηκα και χαμογελούσα έτσι λίγο χαζά. Κι ας έλεγα από μέσα μου:σε μένα μιλά τούτος εδώ έτσι; Τότε με τράβηξε απότομα,αυτός ο ξεξασπρος άνθρωπος, και με μια σπρωξιά άγρια στο αμπάρι του πλοίου με έριξε. Και ήτανε, ήτανε, αχ και πως ήτανε. Μα να χε γυρίσει ο κόσμος να με φα, τόσο πολύ δε θα μένοιαζε, αλλά θα ήτανε βλέπεις η στιγμή που με πόνεσε.

Σήκωσα τα μούτρα μου απ το υγρό πάτωμα του αμπαριού και με το ένα χέρι σκουπίστηκα, είδα γύρο-κύριε- αιώρες, βαρέλια και ιστούς από αράχνες που ακούν μόνο το χτίζει τους, και από μια μεργιά πέφτει ένα φως, αχ Θεέ μου ένα φως άηχο.
Θυμήθηκα τον πατέρα μου και πώς με είχε κοιτάξει πριν φύγω απ το σπίτι, που το κορμί του, να που λύγισε, και τα μάτια του γουρλώσανε και ήταν έτοιμος, αν είναι ποτέ δυνατό, να βάνει τα κλάματα. Ανταυτού έβηξε και μετά χαμογέλασε. Να προσέχεις είπε. Και τότε σα να με πήρε μια πινελιά κατακόκκινη και ήταν σα να ξεχάστηκα.

Είδα πιο πέρα ένα τραπέζι που το βαρούσε αυτή η αλύγιστη η αχτίνα από φως. Πήγα και έκατσα και είπα στον εαυτό μου ότι στη ζωή μου θα μάθω τους κακούς να είναι καλοί και αν δεν πετύχω μάτι, δεν κλείνω. Αμέσως το ξέχασα. Έβγαλα από την τσέπη μια καραμέλα και μάσησα. Την τακτική αυτή μου την έμαθε η Στέλλα μια δυο μέρες πριν φύγω. Μου είπε: Και που είσαι, αμα σου πέσουν τα δύσκολα να φας κάτι γλυκό. Να χάρη λόγου δηλαδής μιά καραμέλα! Και μετά γέλασε. Και εγώ αμέσως το έκανα και τα στήθια της σκέφτηκα. Έκατσα εκεί στο αμπάρι, ήτανε κι άλλοι που τα πρόσωπά τους δεν έβλεπα ούτε τα λόγια τους άκουγα, κι ήταν σα να είμαι μονάχος και πράγματι μόνος μου ήμουνα.

Τι θυμήθηκα πάλι; μουρμούρισε ο ξένος χαμογελαστός και σηκώθηκε από την παρέα του Μήτσου και του Νικολάκη του Κοραή να φέρει κι άλλο πιοτό κι άλλο νερό. Ο Μήτσος έκανε λίγο πως σηκώθηκε και του φώναξε είσαι μαλάκας ξένεεε μαλάκας, ακούς; σαγαπάω! Και μετά του έστειλε ένα φιλί πεταχτό. Σήκωσε το ποτήρι στον αέρα να το ευλογήσει ο θεός και το κατέβασε με μία γουλιά. Ούτε που ήξερε τι είχε πγει κείνο το βράδι. Καθός έμπαινε ο ξένος στο καφενείο με την άκρη του ματιού του δεξιά ειδε τη Στέλλα, την κόλαση επι της γής, να ανεβαίνει αργά την οδό ιλησίων καπνίζοντας. Γυρισε το κεφάλι του και κοιτάχτηκαν στα μάτια για μια στιγμή. Σκέφτηκε τότε, δυό τα ποτήρια ένα του νικολάκι ένα για κείνη. Μπήκε και έβγαλε από πάνω του την ποδιά, την πέταξε στον πάγκο και αναρωτήθηκε τι να έγινε εκείνο το παιδί που ήτανε τόσο πιγκομένο στο αμπάρι της κατάλυσης, πόσος καιρός πέρασε είπε. Αμέσως κοιτάχθηκε σε ένα καθρέφτη παλιό που ήταν αγορασμένος σε ένα παζάρι με φθηνά είδη. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.
Έβηξε τα μέσα του και πήρε δυό ποτήρια, ένα μπουκάλι νερό παγωμένο και μια μποτίλια με ούζο. Βγήκε, η Στέλλα είχε χαιρετήσει και κάτσει στη θέση του, τράβηξε μια καρέκλα κοντά της. Δεν την κοίταξε, Εστέλλα της είπε, παιδί μου του απάντησε συρτά με ένα ελαφρύ χαμόγελο και του είπε λίγο έντονα: Άντε ντε θα βάλεις να πγιούμε; τότε και αυτός έστρωσε τα ποτήρια στο τραπεζάκι σα να ήταν ο καλύτερος κρουπιέρης καζίνου και σέρβιρε. Μύρισε λίγο μετά απο κοντά τον όμο της. Όλα ήταν καλά μύριζε θάλασσα. Εντάξει την πήρες τι δόση σου; ρώτησε ο Μήτσος
Αχ τι καλός που είσαι βρε, είπε η Στέλλα και τονε ονόμασε, τι ωραία το κάνεις.
Είδες ε; της απάντησε ο ξένος και γελάσανε λίγο όλοι ελαφρά. Νομίζω όλοι θέλανε να συμπληρώσουν κάτι, έτσι για να ξεκαρδιστεί η παρέα στα γέλια( όπως κάνουν οι παρέες οι ελαφρός μεθυσμένες τα καλοκαίρια στην πόλη του Που) μα κανείς τους δεν τόλμησε. Και γιατί να χαλάει κανείς το ανάλαφρο; είπε ο ξένος φωναχτά, και αμέσως κατάλαβε οτι κανείς δεν ακολουθεί τον ειρμό του και γέλασε μόνος του. Τον κοιτούσαν όλοι με απορία.
Ο Μήτσος είπε μην ανησυχείτε παιδιά αυτός είναι ο φίλος μου, συνεννογηέτε απο μόνος του.
Η Στέλλα τεντώθηκε λίγο και ρώτησε για τι μιλούσαν προτού έρθει. Ο Νικολάκης της είπε, εδώ ο ξένος μας λέει ιστορίες για το ναυάγιο. Δεν έχασε χρόνο λοιπόν, ο ξένος, κι αφού πρώτα ήπιε δυο γουλιές νερό και άναψε ένα τσιγάρο και βέβαια βέβαια έκανε και μια απαραίτητη παύση είπε ότι τώρα είναι η ώρα να τους πει για την πιο περίεργη ιστορία που είχε ζήσε ποτέ του.

Καθόμουν σαυτό το ξύλινο τραπέζι στο βάθος της κατάλυσης, κτυπούσα τα δάκτυλά μου ελαφριά στο ξύλο σα να προσπαθούσα να πιάσω ένα ρυθμό από ένα τραγούδι γνωστό μου που τονομά του αγνοούσα. Το φως όλο έπεφτε αλύγιστο και όλα αυτά που πριν ούτε που τάβλεπα, οι ήχοι και τα πρόσωπα, ξάφνου πήραν σάρκα και οστό και ένα ταμπούρλο μόλις ξεκίνησε. Νταπανταπα, ντουπαντουπα, νταπ ντουπ, ταπανταπαντουπ. Μιά μουσική, ένας ρυθμός φτιαγμένος για τους κωπηλατοφόρους της αρχαίας τριήρεις.
Στο πλάι μου έκατσε ένας τύπος χοντρός με γυαλιά βρώμικα και φαλάκρα. Και η σάρκα του έμοιαζε να χει μπαλώματα χρώματος μώβ και σκούρου καφέ. Τρόμαξα μα δέν του το έδειξα.
Γεια συ φίλε μου είπε. Είμαι ο Γκόμπι. Έδειχνε να είναι σοφός και πριν προλάβω να κάνω δεύτερη σκέψη μου είπε ότι όλα είναι ένα ψέμα και εμπιστοσύνη να μη δείξω ποτέ μου. Και ότι εκεί που πάμε οι αθρώποι δε μας αγαπούν μας φοβούνται. Και αυτό το φως το αλύγιστο είναι ένα αστείο είναι ένα ψέμα. Να σου το ορκίζομαι μου είπε είμαι εδώ εγκλωβισμένος 34 χρόνια γιατί ούτε στην πόλη του Που θέλω να είμαι ούτε στην πόλη της θάλασσας. Σκατά, όλα είναι σκατά.

Ένιωσα άσχημα το ομόλογό για τον άθρωπο και τι να του πω ούτε που ήξερα. Μα μετά από δυό λεπτά ησυχίας τον ρώτησα. Από πού είσαι Γκόμπι;
Από την πόλη της φωτιάς μου είπε και συνέχισε να μου μιλά χωρίς να του πω άλλη λέξη. Φύγαμε από κει, μου είπε, γιατί ξέσπασε πόλεμος. Έδωσα ότι είχα σε ένα που έλεγε θα με βοηθήσει. Ο,τι είχα τα πάντα. Μου είπε πως είμαι από τους πρώτους στη λίστα για το φεύγει-και γω τόνε πίστεψα- γιατί με εχτιμά και πως απ την αρχή με συμπάθησε είπε. Περάσανε τρις μήνες και δεν είχα λεφτά ούτε στέγη, μπήκα και έκλεβα τα βράδια απ όπου κι αν έβρισκα, γυρνούσα από δω και από κεί μες τα ερείπια και της φωτιές ώσπου το περίμενέ μου σταμάτησε. Πήγα να τόνε βρω και τον βρήκα και του είπα πως δεν πάει άλλο πρέπει να φύγω, να σωθώ, δεν κρατώ άλλο αφήνω. Και ο παλιάνθρωπος μου ζήτησε κι άλλα λεφτά κι άλλα χρυσά. Τόνε παρακάλεσα, στα πόδια του έπεσα κι εκείνος με κλώτσησε. Σε βαρέθηκα, μου είπε, ανόητε βρομίλε τρισάθλιε. Την επομένη το πρωί ήμουνα στριμωγμένος εγώ και άλλα είκοσι άτομα σε μια βάρκα φτιαγμένη για εφτά.

Ταξιδέψαμε αγόρι μου δεν ξέρω και γώ πόσες ημέρες. Χωρίς φαι και νερό. Χάσαμε επτά η οκτώ άτομα στη θάλασσα από την εξάντληση της πρώτες δέκα ημέρες. Σίγουρα τρις γυναίκες και δύο παιδιά τεσσάρων και εννιά ετών. Το θυμάμαι, τους είδα να πέφτουνε τους ήξερα από τα πριν. Η κυρία Φατί η μαγείρισσα και τα δύο παιδιά της.
Ήτανε θύελλα, εδώ άντρες και με το ζόρι τα βγάλαμε πέρα. Παιδιά πως να κρατήσουνε;
Μετά μας ξέρανε ο ήλιος λες και είμαστουν χορτάρι μες το καλοκαίρι, και μετά πάλι καιρός πάλι πνιγόμασταν μέσα στα κύματα και θυμάμε το φίλο μου το Σις, σαν ηρεμούσε, μη φανταστείς μόνο για λίγο η κατάσταση, τόνε κρατούσα που ήταν σα λιγοθυμος και μου λεγε μες τη νιρβάνα του, ξέρνοντας τα στομάχια του, πεθαίνουμε αργά Γκόμπι. Πεταξέ με στη θάλασσα να γλιτώσω μια ώρα αρχύτερα. Και μία αυτός και μία εγώ να παραμιλούμε και να παρακαλάμε για θάνατο γρήγορο. Και στο λόγο μου στο λέω άπαξ και έφευγε αυτός σκεφτόμουνα, θα αυτοκτονήσω και γω. Θα πέσω να πνιγώ μια ώρα αρχύτερα. Αλλά ο προφήτης, παιδί μου, μας έριξε εδώ στην κατάλυση. Και θάνατος και ζωή εξισώθηκε.

Η καταπακτή του αμπαριού σηκώθηκε απότομα και με αργά βήματα κατέβηκε αυτός ο ξέξασπρος άνθρωπος. Ο Γκόμπι υποχώρησε μες το σκοτάδι και η μουσική από αυτό το αρχαίο τουπ-ταπ απότομα κόπηκε. Ο ξέξασπρος άνθρωπος με κοίταξε με αυτά τα παγερά του τα μάτια και εγω σαν τον σπίνο νομίζω πως ένοιωσα. Σε χρειαζόμαστε στο τρίτο πάτωμα είπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου