Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Η πορνη (Μέρος 1)



  Θα  πω την ιστορία της ζωής. Που στο βιβλίο των πλασμάτων δίπλα από τη φωτογραφία της, στέκουν οι λέξης σκύλος, η κίον η μούργος. Η σε άλλες γλώσσες, χάρη λόγου Σκανδιναβικές ονομάζεται "χουνδ", ως χαϊδευτικά αποκαλούμενο "βούβεν". Η ζωή είναι ο σκύλος της πόλης του Που. Αυτό το αθώο σύννεφο που πλέει στους δρόμους και τις αυλές, ακόμη και ανάμεσα  στα σπίτια με τις ανοιχτές πόρτες. Ο πιστός φίλος  και η φιλόξενη παρέα του κάθε διαβάτη της.

Έχει πέσει σε θέα ματιών, την έχουνε δει, να συνοδεύει κάθε λογής ανθρώπους, χωρίς καμιά προτίμηση χρώματος η αρώματος, από τη μια μεριά της πόλης στην άλλη. Σα να ήτανε γνωστοί από χρόνια. Μεγάλη δε συμπάθεια δείχνει στον Αδαμάντιο Κοραή και τους μεγάλους περιπάτους που κάνει μέχρι τη θάλασσα αργά τα βραδιά, όταν τα αδιάκριτα ματιά της πόλης έχουν κλείσει και το ματόχαντρο που έδωσε η μάνα είναι αχρείαστο.

Αυτός ήταν που της κόλλησε τη ρετσινιά ονομασία της πόρνης. Της έλεγε: που είσαι; Που ει-σαι εσύ βρε πορνίδιο, μωρή πόρνη, πουτάνα; Και η ζωή, αυτό το αγαθό πλάσμα του ουρανού τόνε κοιτούσε τουρλώνοντας τα πισηνά της, και κουνώντας την ουρά της ζωηρά.

Στη γέννηση της δεν ήμουν παρών. Ούτε κάποιος από τους ήρωες της πόλης ήταν μάρτυρας των πρώτον χρόνων της ζωής της. Μόνο ξαφνικά σα  βροχή μες το θέρος ήρθε η ζωή στην πόλη του Που. Στην αγκαλιά ενός τρελού επιβάτη της. Του Αντώνη του Φράγκου. Εγώ δεν είμαι κατάλληλος να διηγηθώ την ιστορία της, αλλά έχω βρει εδώ ανάμεσα στα χαρτιά μου ένα φίλο από το ημερολόγιο του Αντώνη του Φράγκου. Εκεί γράφει αυτός ενα κομμάτι από την ιστορία της ζωής. Το καθάρισα όσο μπορούσα από τους καφέδες πουχανε πέσει απάνω του και το παραθέτω αυτούσιο:

" Είχα βγει αργά τη νύχτα εχτέ. Πήγαινα και όλο πήγαινα και δε με ένοιαζε τίποτα. Κατά τη μια το βράδυ είχα βγει από τα όρια της πόλης και ήμουν σχεδόν πίσω κατά τα βουνά. Σκοτάδι. Φύσαγε ο αέρας, σφύριζε πάνω από τα δέντρα και στα βάθη άστραφτε ο ουρανός κάτι νέο. Άμα φοβόμουνα έκανα μουλωχτά το σταυρό μου, εστριβα το μουστάκι  μου και μύριζα για σίγουρα τα ´χαμνα μου. Πήρα το δρόμο για το αλλού. Δεν ήξερα που, μόνο πήγαινα.

Μέσα στο σκότος το τρομακτικό το θηριώδη είδα εμπρός σε να ξέφωτο να τρεμοπαίζουν κάτι άσπρογαλανα φώτα. Ζωή... Μάσησα παγωμένος σαν άγαλμα. Και στάθηκα εκεί, στην αγία Παναγία το ορκίζομαι περί τα 25 λεπτά μιας ώρας. Ζύγωσα κοντύτερα να δω τι να ναι αυτό το φως τ´ ασπρογαλανο.

Μπρος στα πόδια μου κείτονταν ενα μικρούλι σκυλάκι. Ασπρογαλανο φουντωτό, με κάτι σγουρά μαλλιά να πεθαίνει. Του κανα λίγο έτσι με το πόδι να δω κάποια αντίδραση, χόρεψα λίγο γύρο αυτό το χορό τον ινδιάνικο που μου έμαθε ο Μήτσος  μη και προγκιξη και αρχινήσει να τρέχει. Τίποτα. Έπεσα στα γόνατα μέσα το ασπρογαλανο φως του και ρώτησα: -Είσαι καλά; Σε σένα μιλάω; Εει; Μωρέ πλασματακι; Του έκανα έτσι με τα χνώτα μου μες τη μουσούδα του. Θάρρεψε τα μάτια και γλυφτικε.


Μετά από ώρα κάπως έδειξε να ενοιωνε. Κάτσε να σου πω μου είπε και με χτύπησε καταπρόσωπο η έκπληξη. Δεν μίλησα. Έκατσα χάμω δίπλα του κι άκουγα.
 Έχασα  στο δρόμο τα αφεντικά μου, την οικογένεια που με είχε και ζούσα. Περπατούσα μέρες χωρίς φαγητό και νερό. Περπατούσα στο θάνατο. Έχασα την αγάπη μου. Τους φίλαγα όλους καλά, κάθε ήχος, κάθε κίνηση έξω στο δρόμο, η από ποδήλατο η από τροχοφόρο αμάξι, συναντούσε το  μενος μου. Και κάθε φορά που έδειχνα υπερβάλλοντα ζήλο, με το δίκιο του, το αφεντικό με βλαστημάγε. Σχεδόν κάθε μέρα. Βγήκαμε με τον πάτερ της οικογένειας βόλτα με τραβούσε δυνατά, βιαζοτανε σίγουρα, άλλο λόγο δεν είχε, να πάμε μακριά ενα περίπατο. Ξαφνικά εκεί που μύριζα ξεκαπίστρωτη είδα το μπουχό απ τ´ αμάξι του που έτρεχε. Έτρεξα και γω πίσω του. Έτρεξα μέχρι που δε μποραγα άλλο. Είμαι χαζή, ανίκανη. έπρεπε να έχω προλάβει. Προσπάθησα να τους βρω. Μάταια. Έχω χαθεί και έχω μέρες να φάω.
-Πως σε λένε ασπρογαλανο πλάσμα;
-Δε ξέρω. Μου είπε

Το ζωντανό και μετά αποκοιμήθηκε. Εγώ ξέρω πως ο κόσμος δεν είναι ρόδινος έξω από την πόλη του Που. Μα δεν είπα κουβέντα σε αυτό το ασπρογαλανο σύννεφο. Την σήκωσα στην αγκαλιά μου και κατηφόρισα προς την πόλη του που. Μέσα στο σκότος το ήσυχο και την αγαλιά της νύχτας με το φως το ασπρογάλανο να φωτά το σκοτάδι τριγύρω μας.

Έφτασα σπίτι. Έβαλα φαΐ και νερό σε δυο δοχεία και τηνε ξάπλωσα πάνω σε να παλιό μαξιλάρι. Έπεσα και γω δίπλα της να την ζεσταίνω. Αποκοιμήθηκα."