Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Οικογενειακές Ιστορίες 1



Στο δρόμο από κάτω ακούγονταν τα τζιτζίκια που σκάζανε και κάτι λιγοστά αυτοκίνητα που περνούσαν σα τσούρμο κάθε δέκα λεπτά ένα τέταρτο. Ο δήμος επέλεξε να αρχίσει τα σκαψίματα για την ανανέωση των υδραγωγών ντάλα καλοκαίρι, ταλαιπωρώντας τους οδηγούς με μεγάλες ουρές, αφήνοντας πού και πού λίγα από τα τροχοφόρα να περνούν απ το φύλακα που ήταν διορισμένος να ελέγχει την κίνηση, με αυτό το κατασκισμένο κόκκινο σημαιάκι του, και τους υπόλοιπους πολίτες με συχνές διακοπές νερού σε ώρες που δεν χαροποιούσε -ιδιέτερα- τις νοικοκυρές και τους εστιάτορες της πόλης.

“Αμάν η κατάντια μας ρε πούστη μου” είπε ο Σταύρος, ένας μεσήλικας με μεγάλη κοιλιά και φαλάκρα, βγαίνοντας απ το μπάνιο με μια πετσέτα τυλιγμένη τριγύρω του.
“Tι δεν έκανες μπάνιο;” ρώτησε η γυναίκα του που έβγαζε μόλις το φαγητό απ το φούρνο

“Βλέπεις να έκανα μπάνιο Μαρίνα;”Είπε εξοργισμένος χτυπώντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρας πίσω του.
“Αμάν η γκρίνια σου με έφαγες μ'έφαγες!”Είπε ξεφουσκώνοντας εκείνη και σταυροκοπήθηκε. Πήγε προς το μέρος της βρύσης και ανοιγόκλεισε τρις -τέσσερης φορές. Τίποτα. Μόνο κάτι ήχοι αέρα ακούστηκαν μα ούτε σταγόνα νερό. Η Μαρίνα, έμπειρη από διακοπές νερού, θεώρησε καλό σημάδι τους ήχους. Αυτό έδειχνε ότι το νερό σε λίγη ώρα θα έρθει.

Ο Σταύρος βγήκε από το δωμάτιο φορότας μια μπλε βερμούδα που είχε πάρει δώρο μαζί με μια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας. Βγήκε στο μπαλκόνι και αμέσως μπήκε στην κουζίνα κρατώντας στα χέρια του πέντε τομάτες. Έβγαλε από το ψυγείο κάτι σαρδέλες παστές που είχε φτιάξει μόνος του από τα προχτές, έχυσε ένα ποτήρι ούζο και ξεκίνησε να κόβει τη σαλάτα.
“Tι έτσι άπλυτες θα τις φας;” Είπε αυτή σουφρώνοντας τα χείλια και τα φρύδια της.
“Πώς να τις φάω μωρή; βλέπεις να χουμε νερό;”
“Τι να σου πω ανθρωπέ μου” Είπε η Μαρίνα σιχτίρισε λίγο και φώναξε:
“Τρίφωνα, Τριφωνάκοοοο έλα έλα να φας φαί”
Τότε από το σαλόνι ξεπρόβαλε νωχελικά ένα γέρικο πεκινουά με τι γλώσσα να σέρνετε στο πλακάκι αφήνοντας πίσω του μια γραμμή σάλιου που στέγνωνε σχεδόν αυτόματα. Στάθηκε εκεί λίγο και κοίταξε, με τη γλώσσα να κρέμεται και τα μάτια να κοιτούν απ τη μία το Σταύρο και από την άλλη τη Μαρίνα.
Έριξε τη μούρη του μες το δοχείο του και έφαγε λαίμαργα κάτι αποφάγια τεσσάρων ημερών που του είχε βάλει η Μαρίνα χωρίς δίλημμα Ήπιε νερό μανιακά και δεν τινάχτηκε ούτε για αστείο.
Έπεσε κάτω από την πρώτη καρέκλα που συνάντησε και έμεινε ακίνητος για λίγο ώσπου σε μια στιγμή έσβησε.

Η Μαρίνα άνοιξε την τηλεόραση, κοιτάζοντας πρώτα να βρει το κόκκινο κουμπί στο τηλεχειριστήριο σχεδόν τρία λεπτά. Έπειτα πήγε από το σαλονάκι στην κουζίνα σταματώντας πρώτα να πάρει τον αναπτήρα και ένα μισοκαμένο στριφτό τσιγάρο πάνω από το τραπέζι που χωρίζει τα δύο δωμάτια. Μοιραία τρόμαξε το σκύλο που είχε πέσει προ ολίγου για ύπνο. Άναψε τσιγάρο και πήγε εκ νέου προς τη βρύση.
“Αμάν μωρή, αμάν, πάφα πούφα, πάφα πούφα. Το διάολό μου!” Μουρμούρισε ο Σταύρος και έβαλε τη σαλάτα που είχε φτιάξει στο τραπέζι.
“Άντε ρε από κει” Είπε εκείνη σχεδόν σιγανά και άνοιξε τη βρύση. Τότε ακουστικέ ένας ήχος σαν από εξάτμιση παλιού αυτοκινήτου και από τη βρύση ξεχύθηκε ένας χείμαρος νερού.
“Να ήρθε!”Είπε η Μαρίνα με απάθεια.

Ο Σταύρος κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω, ρούφηξε μισό ποτήρι ούζο και έκατσε.
“Άντε βάλε τραπέζι!” Είπε βιαστικός.
“Σκάσε ρε σκάσε! Αεί στο καλό παλιόγερε” Είπε η Μαρίνα και ξεκίνησε να σερβίρει το φαγητό με αυτό το μισοκαμένο τσιγάρο στο στόμα.

Η τηλεόραση έπαιζε δυνατά Ειδήσεις μεσημεριανές. Μια ξερακιανή φόλα, που την έλεγε ο Σταύρος χαμογέλασε και αναφώνησε το γλοιώδες και προκλητικά ψεύτικο “καλό μεσημέρι κυρίες και κύριοι”.
Έπειτα η κίνηση η μεσημεριανή, που τη ρύθμιζε αυτός ο κουρελής δημόσιος τροχονόμος σταμάτησε. Ο ήλιος δεν έκαιγε Τα τζιτζίκα νέκρωσαν και οι μαθητές, που ιδρωμένοι μες τον ήλιο παίζαν ποδόσφαιρο, κρύφτηκαν πίσω από χαραμάδες και κάτω από το τσιμεντένιο υπόστεγο.
Οι μαργαρίτες και οι πασχαλίτσες και το ξερό κορμί του φιδιού, τα πήρε ο λίβας. Μακριά.
Και μετά:
Γέμισαν οι δρόμοι τρομερούς ευπατρίδης κλόουν που κερνάγανε κρέατα ωμά μονό τη φάρα τους. Λορδομένοι λοιδορούσαν τα σκυλιά, περπατούσαν όλοι μαζί σαν αγέλη από θηρία, στρατόκαβλα, μόνο γι' αυτούς, για τη φάρα τους. Φωνασκούσαν με της παλάμες υψωμένες προς τον ουρανό μόνο γι' αυτούς, και πίσω τρέχανε αίματα χάρη στη φάρα τους κέρασμα στη πουτάνα τη φάρα τους. Τα πουλιά στα δέντρα γυρίσαν το βλέμμα τους και ουρλιάξανε το κύκνειο άσμα του όχι! και αμέσως η φάρα η ζουρλή αυτή, αυτό το φτύμα το απότροπο διέταξε το στραγγαλισμό τους τα πάραυτα. Οπλίσατε αρμ! Κυματίζαν σημαίες με κοντάρι κοφτερό λεπίδι και όλοι γελούσαν με ειρωνεία περίσσια εμπρός απ τη γυναίκα, εμπρός από τον Άλκη που κρυφοκοιτάει ταγάρια. Τους κρέμασαν κι αυτούς ρίχνοντας τα σκοινιά πάνω σε αρχαίες κολόνες και γύρο από τα καμένα κουφάρια τους -χορέψε η φάρα ετούτη η ληπηρη-ενα χορό ανόητο, άμουσο και δε σταματούσαν να θερίζουν να σπέρνουν όπου βρουν τον όλεθρο και το μίσος τους. Η φάρα τους, η κακομούτσουνη άχρηστη φάρα τους, που καρπαζώνει τον αδύναμο, κριμένη πια πίσω από ένα κουστούμι καλοραμμένο στα μέτρα της, με ένα όπλο στη ζωστήρα, με τη σφαίρα στη θαλάμη έτοιμη από καιρό να φουντώσει φωτιές που εδώ δε χωρούνε, με το γέλιο γέλιο φιδιού, με το παράστημα του δολοφόνου στρατιώτη και με όλη την αμάθεια και τη διχόνοια που είναι μπηγμένη στο μέσα τους σκοτώσαν το Μωχάμετ, άκουγε σε άλλο Αλλάχ λέει, να φύγει. Κάποιον φτωχό που το αφεντικό τονε είπε Νίκο, γιατί ξένα ονόματα δε μπορεί να συλλαβίσει η φάρα αυτή η λυπηρή, και από δω και μπρος Νίκο σε λένε, που στο Μπαγκλαντές τονε βαφτίσανε χέρια πατρικά, με τη μάνα στολισμένη σα σημαία πολύχρωμη και μπρος από θεούς αρχαίους και με ένα όνομα αλλιώτικο που φοβάσαι και ντρέπεσαι εσύ που με ακούς να το προφέρεις μη το πεις λάθος, μη μας πάρει με κακό μάτι ο άνθρωπος μη πει δεν τον θέλουμε, τονε κλείσανε τον κακόμοιρο σε ένα κελί να ψένετε αργά να πεθαίνει και φύγανε. Η φάρα τους. Η πουτάνα η φάρα τους. Παιδάκια σε σχολαρχείο φασιστικό. Διδάξανε, οι ζουρλοί αυτοί κλόουν, τις αξίες της φάρας τους. Της χαμέτιπης φάρας τους. Σηκώσανε τσιμέντα τριγύρω παντού αυτοί οι επικίνδυνοι τσαρλατάνοι, απέκλεισαν και φίμωσαν οποιωνε κοίταξε λίγο λοξά. Πετάξανε έξω απ το σπίτι του οποιωνε του ήρθε στο στόμα ένα μα; και επιβάλανε βηματισμό τρανό και μεγαλοπρεπή-σαν και της φάρας τους- σε όλους τους πολίτες, στο Σταύρο, τη Μαρίνα τον Άλκη. Σ'αυτό το ταπεινό διορισμένο για το -έργο- τροχονόμο. Και ακόμα και στα τραγούδια των πουλιών επέβαλαν φόρο. Έτοιμοι από καιρό, όπως και η σφαίρα στη θαλάμη του όπλου τους, ξεπουλούν τα μωρά τους. Κρέας με το κιλό πωλείτε σε τιμή ευκαιρία, μόνο για σένα που είσαι της φάρας μου. Το μόνο που θες για να φας λίγο ψωμί, λίγο νερό κρύο, είναι να είσαι της φάρας αυτής της λυπηρής, της τραγικής, της βέβηλης φυλής. Απόγονος αυτού του αρχαίου προδότη Εφιάλτη.

“Α' στο διάολο κλεισ'τη να φάμε την παναγία μου” είπε ο Σταύρος, όχι όμως με οργή η παραξενιά η κακία. Μόνο με ένα κόμπο βαρύ από καιρό στο φάρυγγα, πιο κάτω.
“Αει σιχτίρ μ'αυτή τη βαβούρα”
“Τώρα την κλείνω, τώρα τώρα την κλείνω.” Είπε η Μαρίνα χαμηλά, με αγάπη με μπουκωμένο το στόμα ψάρια και πικρούνες.
Για λίγο ακούστηκαν απ έξω να κελαηδούν δυο πουλιά και άλλα δυο μαλώνανε για λίγα κομμάτια ψίχουλα στο μπαλκόνι της κουζίνας. Από πίσω τους σιγοντάριζαν μια ντουζίνα τζιτζίκια. Η βρύση έσταξε μέσα σε ένα φλιτζάνι βρόμικο από καφέ, παρατημένο εκεί απ το πρωί και αυτός ο σκύλος ο βαρύς ζητιάνεψε λίγο στο πλάι τους.
Ο Σταύρος τονε κοίταξε λίγο του χάδεψε τη μουσούδα με τα λαδωμένα του δάχτυλα και τον είπε μαλάκα, έτσι στα χαζά.

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Το ημερολόγιο του Αντώνη Φράγκου(μέρος δεύτερο)


Κατέβηκα της σκάλες αργά με τα πόδια μου να με πονούν έτσι που ήτανε πρησμένα και άπλυτα. Αργά και νυσταγμένα, κι ο ήλιος με βάρηκε θερμός μες 'το πρόσωπο. Ανασηκώθηκε το κορμί μου, γιγάντωσα αμέσως στην πρώτη αχτίνα που με βρήκε στο μάγουλο, και τα μάτια μου άνοιξα. Κοίταξα την πύρινη μπάλα, ευθεία με θάρρος μέχρι που πόνεσα, αλλά εκεί το πείσμα, μάτι δεν πήρα μέχρι που έπαψα να βλέπω τις φιγούρες γύρω μου. Ένα άπειρο σεντόνι, σχεδόν θεϊκό, θερμό φωτεινό, πάλλεται εμπρός μου. Ξετινάζει από πάνω του τόσα αστέρια που οι αριθμοί δε μπορούν να μετρήσουν.
Ούρλιαξα το όνομα του Θεού δυνατά.
-Ξημέρωσε θεέ μου η μέρα! -είπα-Φως! Φως!

Νόμισα, άκουσα τη μάνα μου να με φωνάζει. Ξαφνιάστηκα! Ψάχτηκα! Κοίταξα γύρο μου και έκανα το σταυρό μου, μια πάνω μια κάτω δεξιά αριστερά, κι έπειτα φτίθηκα στον κόρφο μου τρις φορές. Μια, δυο, τρις. Έκατσα στο τελευταίο σκαλί που βγάζει σ' αυτό το κουζινάκι που έχω να φτιάχνω φάι και καφέ. Οι ψίθυροι με τριγυρίσανε πάλι, αργόσυρτοι και αδιάκριτοι:
-Αντώνη; με ρώτησαν αχνά ξανά και ξανά, που βρίσκεσαι Αντώνη; Που είσαι βρ'Αντώνη;Αντώνηηηη... Άλλοτε σιγά πολλές φωνές η μια πάνω στην άλλη σαν ένα πρελούδιο χαμένο μέσα το άπειρο, άλλοτε δυνατά και κοφτά σαν ένα αξιωματικό που δίνει παραγγελία στο τάγμα του.

Μέχρι που με πήρε ένα ρίγος ατέλειωτο και οι φωνούλες πήραν μορφή μες το δωμάτιο, εκατομμύρια φτερωτές απειλές, σε μια στιγμή, και μετά αμέσως στο δεύτερο χάθηκαν.
Τέντωσα τη ραχοκοκαλιά μου και πέρασα τις παλάμες και τα δάκτυλά ανάμεσα στα μαλλιά μου να χτενιστώ, να μην έχει να πει κανείς λόγο κακό, να μη με σιγοτρώνε οι ψίθυροι, να μη μου γκρινιάζει η μάνα μου. Μήπως μου φέρει πίσω ο θεός τη γυναίκα μου, μη μου φέρει ο θεός να δω το παιδί μου. Σουλουπωμένος και κύριος, καθαρός, χτενισμένος, πλυμένο. Έτσι όπως είναι όλοι οι άρτιοι άνθρωποι.

Κοίταξα λίγο τα δάχτυλά των ποδιών μου. Μια επιθυμία με έπιασε εντελώς αδιόρθωτη, κοίταξα γύρο μου μη με κρυφοκοιτάει κανένας. Αφουγκράστηκα μήπως μιλούν οι φωνούλες. Τίποτα, ούτε κοιτάγματα ούτε φωνούλες.
Έγειρα λίγο εμπρός και πήγαν να τρέξουν τα σάλια μου. Ρουφήχτηκα με όση δύναμη είχα.
Και άρχισα μανιασμένα ένα σκάλισμα αδιάκοπο, έβγαλα τη μαυρίλα που είχα ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών μου και δώστου συνέχισα μέχρι που μάτωσα. Χάρηκα και μούγκρισα σα το ζώο της στάνης. Έφερα τα χέρια κοντά στη μύτη μου και -ααααχχ- οσμίστηκα, πείρα ανάσα βαθιά
Έτριψα τα πόδια μου τα πρησμένα, τα βρόμικα για άλλη μια φορά μα πιο μαλακά τώρα, σχεδόν ερωτικά.

Και πάλι ανάσανα απ τη μύτη τις μυρουδιές και τη θέρμη του ήλιου.
Ω! μα; ω! Τι ευχαρίστησης, τι αφθονία τι ζέστη.
Έτριζε το ξύλινο πάτωμα στο περπάτημα μου και εμένα μου άρεσε. Χοροπήδησα ασύγχρονα μια δυο φορές να αλλάξω τους παλμούς της καρδιάς μου. Το πέτυχα.
-Αντώνη, τι κάνεις βρε Αντώνη; Αχνοφάνηκανε και πάλι οι φωνούλες. Κατάπια ξερά και μου είπα στο κεφάλι μου μέσα: Αντώνη μην ακούς, μην ακούς χαζομάρες.

Έβγαλα τα απαραίτητα απ το ντουλάπι να ψήσω καφέ. Καφέ γλυκό απαραιτήτως με οχτώ κουταλιές ζάχαρη και τρις πετιμέζι. Κάηκα δύο φορές μόνο, σιχτίρισα, έβρισα, φώναξα και μετά παρακάλεσα το θεό για συχώρεση. Όχι μια φορά αλλά τρις. Του είπα:
-Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με, συχώρα το λάθος μου, σχώρα με θέ μου δε το 'θελα.
Έσκυψα ταπεινά το κεφάλι και σαν πετραχήλι αόρατο οι φωνούλες με κάλυψαν.
-Συγχωρεμένος Αντώνη, συχωρεμένος να είσαι. Να προσέχεις όμως Αντώνη μου και τέτοιο λάθος ποτέ να μην κάνεις.
Έσφιξα τις γροθιές και τα ματοτσίνορα μου και έσκουξα ένα αργό σμμμμμ. Ήταν η λύτρωση της συγχώρεσης που με έσπρωξε στα άκρα. Ήταν ο θεός ο ίδιος που μίλαγε

Μέχρι της έντεκα παρά είχα πγεί τον καφέ μου και είχα καπνίσει πέντε με έξι τσιγάρα. Έξω από την πόρτα μου με περίμεναν, όπως κάθε μέρα, δύο δέματα εφημερίδες που ξεκινώ να τις μοιράζω στις έντεκα ακριβώς ούτε λεπτό πιο μετά. Η συμφωνία είναι συμφωνία στις έντεκα είπαμε. Αν και ο εκδότης του Πρωινού τύπου, ο Απόστολος Ζήσηλας, μου είχε πει επί λέξη:
-Αντώνη μου εκεί κατά τις έντεκα εντεκάμιση ξεκίνα πασάκο μου και μοίραζε τις εφημερίδες.
Και γω, τότε που κάναμε την κουβέντα στο καφενείο του ξένου, του χα πει φανερά ενοχλημένος από την ανευθυνότητα που έδειχνε στο ωράριο διαμοιρασμού του Πρωινού τύπου.
-Άκου να δεις Απόστολε, όλα κι όλα, έντεκα ή εντεκάμιση; Εμένα άμα αργό μου φωνάζει η μάνα μου.
Και συμφωνήσαμε τότε ότι θα ξεκινάω στις έντεκα, αυστηρότατα έντεκα.

Φόρτωσα τα δύο δέματα πάνω στο ποδήλατο μου και καβάλησα την κατηφόρα. Εφημερίδεεεεε φώναζα χαμηλότονα.
Πετούσα δεξιά αριστερά τις φυλλάδες όπως πετάν ροδοπέταλα οι παρθένες στους γάμους,
και εκεί λίγο πιο πριν το μεγάλο ίσωμα της πλατείας έβαλα στόχο, δίχως να με δει απολύτως κανένας, μια γάτα. Αστόχησα, διάολε είπα.
Και με βαράει μια ζάλη, μια τρικυμία και οι φωνούλες ξεκινούν να ουρλιάζουνε και να με στριμώχνουνε άσπλαχνα.

-Τι έκανες πάλι Αντώνη; πάλι θάλασσα τα έκανες πάλι αμάρτησες; ουρλιάζαν χιλιάδες φωνούλες. Μέσα από όλα τα σπίτια, ανάμεσα από τις φυλλωσιές. Όλοι οι άνθρωποι με κοιτούσαν και ούρλιαζαν:
-Αμαρτία Αντώνη, ονόμασες τον εξαποδό Αντώνη, ντροπή, αμαρτία Αντώνη! Θα σε φάει ο σατανάς που ονόμασες θα σε κατασπαράξει το θηρίο της κόλασης.

Σάστισα, σφίχτηκα, δάκρυσα. Θα με κατασπαράξει το αιμοσταγές θεριό, σκεφτικά.
-Που να πέσω να προσευχηθώ να ζητήσω συχώρεση; Που να πλύνω την αμαρτία μου; Που να σώσω τη ζωή μου;
Μπροστά μου απλώθηκε η μεγάλη πλατεία της πόλης του Πού, καβάλησα πώς και πώς το πλακόστρωτο και είδα εμπρός μου την πηγή που θα πλύνω την ψυχή μου, αυτό το αριστούργημα
(όπως το ονόμασε ο πρώτος άντρας της Πόλης, την ημέρα των αποκαλυπτηρίων) που είναι λαξευμένο από έναν άντρα τεράστιο από ένα καλλιτέχνη θεόρατο το Νίκο τον Κοραή, το ναυάγιο που στολίζει την πλατεία της πόλης του Που.

Έριξα το ποδήλατο κάτω πώς και πώς και γονάτισα εμπρός στην εξαίσια πέτρα. Έτριψα τη μούρη μου επάνω της να πονέσω, να πληρώσω πίσω την βλαστήμια μου και να εξαγνίσω το κορμί μου.
Οι φωνούλες όλο και μειώνονταν σε ένταση και τώρα μου λέγανε ήρεμα:
-Έτσι Αντώνη, μπράβο Αντώνη. Βγάλε τη βρώμα από πάνω σου δώσε μας λίγο αίμα, το αίμα σου.

Στάθηκα στα γόνατα έκανα το σταυρό μου και φίλησα το ναυάγιο εκεί που είχα αφήσει την αμαρτία μου. Ύψωσα τα χέρια στον ουρανό και ούρλιαξα το όνομα του θεού. Κοίταξα εκείνη την πύρινη σφαίρα που γύρω της σέρνει βράχους και πάγους και μέταλλα Από εποχές που δεν έχει δει ποτέ άνθρωπος. Ταξιδεύοντας μίλια και μίλια ατελείωτα. Ρίχνοντας αυτό το φως το αλύγιστο πάνω μου ασταμάτητα, αλύπητα.