Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Φωλιά.

Κόψαμε ένα δέντρο σήμερα. Ήτανε σάπιο λέει βρόμιζε την αυλή. Τι ξέρω, μου ‘πανε να πάω και πήγα, παίξανε και τα παιδιά κιόλας. Ήμαστουν τέσσερις άντρες. Ένας στο βερζυνοπρίονο και οι άλλοι κουβαλάγαμε τις κλάρες και ότι δεν ήταν για κάψιμο. Μού 'πανε το όνομα του δέντρου, έκανα πως καταλαβαίνω και συμφώνισα ότι είναι καλό που θα φύγει. Το σπίτι βλέπει νότια-ακου νότια σκέφτηκα- και κείνο έκοβε τον ήλιο. Έκοβε τουλάχιστο μια ολόκληρη ώρα φωτός τα καλοκαίρια που η ημέρα είναι μεγάλη.

Σε μια στιγμή σκέφτηκα πως έτσι πιάνονται οι φιλίες όταν μεγαλώνεις, δουλεύεις δίπλα στον άλλονε σε βοηθάει άμα θες, τον βοηθάς, παίζουνε και τα παιδιά Είναι αυτό το βολικό.

Σε είχα στο νου μου και μαζί δε με ‘νοιαζε, ήτανε που μύριζε παντού πριονίδι και φυλλωσιά. Είναι ευλογία η δουλειά με τα χέρια. Έκανα σχέδιο πως να βάλω τις κλάρες σε δεμάτια, όπως μου έμαθε και μένα ο πατέρας μου όποτε κάναμε καμιά παρόμοια τέχνη στην Ελλάδα. Βοηθίσατε και 'σεις. Παρέλαση που αντι για σημαίες και βήμα αυστηρό είχε φούντες απο κλαδιά και χοροπηδιτά.

Κάτι άλλες φορές μου έδειχνε τις φωλιές των πουλιών και θαύμαζε την τέχνη των.

Βρήκα μια φωλιά μέσα σε μια τεράστια φούντα και γω και την άφησα σε μια άκρη. Κανείς δε την πείρε εκείνη την κλάρα, ούτε και γω. Για την πάρτη μου να σου πω ντράπηκα. Με έφαγε η ντροπή ότι παίρνω καπιανού το σπίτι και το πετώ σε ένα σορό. Μετά ήρθες και συ και τα υπόλοιπα γύρο γύρο λες και κάτι γυρεύατε. Να, να εδώ είναι η φωλιά του πουλιού, είπα μια φορά στα ξένα και μια στα ελληνικά και έπειτα άνοιξα με τα χέρια μου τ βλαστάρια να δεις και συ και τα άλλα το γκρέμισμα.

Τα κορίτσα ρωτήσανε που είναι τ’ αυγά και τ’ αγόρια άμα ζουν εκεί τα πουλιά, αν ήμουνα σίγουρος, σίγουρα και το γιατί. Γιατί.  Που να ξέρω γω, δε τα έφτιαξα εγώ τα σύμπαντα και τα χάη.

Μετά φύγαμε με το αυτοκίνητο, πήγαμε σπίτι και φτιάξαμε φαΐ. Τώρα είναι νύχτα, είπες, κοιμούνται τα πουλιά.