Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Το Άλφα της Αναδρομής. 2.


                         
                                             ''Θανάση γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά;
                                               για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία.''
                                                                         
                                                                             
                                                                                                           



                                                                            2.

Κι έτσι, έτσι, κάτω από την έναστρη αγαλλία της νύχτας και την αγία υγρασία, οδεύει εκείνος ο άρρωστος. Λειψός στο μυαλό ο κακόμοιρος και γκαβομάτης εκ γενετής, όπως τον γράφουν τα χαρτιά των αρχείων και μαρτυράει ο κόσμος. Μέσα στη πόλη, πλάι σε κτίρια κτισμένα στο γύρισμα του αιώνα, όπως προκύπτει από τα μεγάλα ανοίγματα στις όψεις, τα κρυφτά πατάργια και την ύπαρξη σχεδόν πάντα ισογείων. Οδεύει αυτός εκεί μέσα, ο "εκείνος" στον ευλογημένο τούτο τόπο, αυτή τη καλλονή εφηβική του ονείρωξη ποτέ δε θα ξεχάσει.

-Τι τα θες; Δε σταματάει ο ρημάδης ο χρόνος, είπε. Κάθισε κάτω, χάμω στο δρόμο και κοιτούσε τα σπίτια. Στην αρχή ονειρευότανε την εσωτερική τους διάταξη, πως είναι μέσα, και έδειχνε με το δάχτυλο του δειλά τα ντουβάρια. Να, εκεί, έκανε, εκεί είναι η κουζίνα. Πιο δίπλα η κρεβατοκάμαρα που κοιμάται η Ελενίτσα με το αγγελάκι της και πιο μέσα είναι ο καμπινές. Βρε τι ωραίος, έλεγε, τι πορσελάνες, τι ασημένια χερούλια, τι υπέροχο μάρμαρο! Μια οπτασία.

Φώναζε στον εαυτό του να συνέλθει και ξανακοίταγε σα ψάρι τους τοίχους. Έπιανε το πρόσωπο του και τραβούσε προς τα κάτω τα μάγουλα! Κοιτούσε τις τοξοστοιχίες και τους λιτούς κίονες που κρατούσαν μαζί όλο το κτίριο. Θαύμαζε ασύστολα τις πέτρες των ντουβαριών.

Μέχρι που μετά από λίγο παρατήρησε με τη θολή όρασή του ένα φως καταγάλανο να στροβιλίζει μέσα από ένα στενό, το στενό του εγκλήματος, σαν άλλος φάρος κάποιου νησιού στην άκρη της θάλασσας  η μιας έρημης βράχου στο πέλαγο. Βρε τι σου είναι αυτά τα πράματα τώρα; έκανε με τα μούτρα του και έτριψε τα μάτια του να δει καθαρά. Τίποτα. Σηκώθηκε και περπάτησε προς τα εκεί. Περίμενε το νερό να του μουσκέψει τα παπούτσια και τα βράχια να του τρυπήσουν τα γόνατα να τον πονέσει τέλος πάντων μια έκπληξη άξαφνα.

Στο δρόμο όλο έλεγε: Ω τι στήθια, έκανε, και μόλις είδε κόσμο μαζεμένο κορδώθηκε και με όλο βροντερότερη φωνή ανακοίνωνε, κόσμε; που είσαι κόσμε κοσμάκη! και σούφρα κ'αιδοίο. Μου-να-κι -και κώλο- κω-λο!  Χαιρετούσε ανύπαρκτα: την καλησπέρα μου μπάρμπα, γεια σας κυρία μου! να ξέρετε, κόσμε κοσμάκη μου! Εσείς κύριέ μου συνουσιάζεστε τίποτα; η πεολειχία αγαπημένο μου χόμπι!

Κάποιος από τους αστυφύλακες που ήταν ακροβολισμένοι στη σκηνή του εγκλήματος, τον άκουσε και θορυβήθηκε από την λαγνεία της γλώσσας του. Τόνε κοίταξε σκληρά, πάνω και κάτω. Χτύπησε το πόδι στην άσφαλτο, όπως κάνουν αυτοί που θεν'να διώξουν τα ζα.
-
Ξξτ! ούστ! Ούρτ! θεόμουρλε ουστ από δω άντε τράβα, του έκανε. Ού να χαθείς να χάνεσαι ζουρλοκομείο.

Τότε, ο αυτός, ο "εκείνος", ο κουρελής κι αόμματος σχεδόν, σταμάτησε και έδειξε να δακρύζει, γιατί; ρώτησε τον εαυτό του με την πίκρα της απόρριψης να του παίρνει τα μυαλά , τράβηξε από τις τσέπες του ένα πάκο χαρτοπετσέτες που τις είχε πάντα μαζί του και σκούπισε τα ζουμιά που τον πήρανε.

 Έκανε μεταβολή και χάθηκε η εικόνα του από το δρομάκι του εγκλήματος και από τα μέσα της  πόλης. Μόνο η φωνή του ακουγότανε να χαιρετά ανύπαρκτα πρόσωπα και νεκρούς από καιρό, και να λέει προστυχιές και χοντροκομμένα αστεία. Μέσα από τα δρομάκια σα κάποια μουσική να έρχεται από κάποιο δωμάτιο κριμένο καλά η φωνή του έσβησε στο σκοτάδια.

Κόσμος από τα γύρω νοικοκυριά και άλλα τύπου μαζώματα ήταν μαζεμένος έξω από την Αναδρομή,
κοιτούσε το άλφα που έλειπε και τα μάτια τους τρόμαζαν στη θέα του κακοποιημένου βίαια  ξύλου.

Κουνούσαν όλοι το κεφάλι και έδειχναν αόριστα την κατεύθυνση που έφυγε ο δράστης. Ο ένας από δω, ο άλλος από κει (και όλοι καπνίζοντας) και ένας "τρίτος" πιο ήρεμος, με το μάτι της σιγουριάς, και το δείκτη του χεριού του να τρέμει, έδειχνε σε μια τρίτη κατεύθυνση.

-Τι μοναδική αλήθεια των ακριβών συντεταγμένων τηνε ξέρω μονάχα εγώ, υποστήριζε χαμηλόφωνα, μόνος του. Γνωρίζω και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έλεγε, και για να πείσει τον όποιων τυχών και τον άκουγε επαναλάμβανε και έδειχνε ο βορράς και ο νότος που πέφτουν χωρίς καμία απόκλιση καμίας κατεύθυνσης!
Μπορώ να σας πω τους ανέμους πως φυσούν και να υπολογίσω τα υπόγεια ρεύματα.

-Ζούγκλα καταντήσαμε, εγώ φταίω που ήρθα οικειοθελώς και παρέδωσα το περίστροφο μου. Θα του χα τραβήξει τώρα μια νταν! και δε θα είχε γίνει τίποτα θα ξεβρόμιζε ο τόπος, είπε με πιο έντονη φωνή. Κάποιος άλλος που είχε πλησιάσει κοντά του κουνούσε το κεφάλι και κοιτούσε το δρόμο να βρει το αποδεικτικό που θα ξεκινούσε το λύμα του γρίφου. Και βέβαια μια  κυρία,  η κυρία Σπαθά, κατήγγειλε το γεγονός με το δείκτη της σε όλα τα παρευρισκόμενα πρόσωπα.

-Δε πάει άλλο παιδιά αυτό το πράμα νισάφι! Χορτάσαμε έγκλημα. Της προάλλες ανοίξανε το σπίτι της Σούλας. Μέρα μεσημέρι! Της πήρανε ένα κουτί με χρυσαφικά, το τηλέφωνο της και το φορτιστή και σα να μην έφταναν αυτά πήγανε οι βρωμιαραίοι και της κατουρήσανε και στο καμπινέ τη λεκάνη, τη βρωμίσανε τη γυναίκα. Αυτοί οι βρωμιάριδες που μας μαζευτήκανε και τι να 'κανε κι αυτή έκλαιγε.

Και βέβαια, ο κόσμος που ήταν εκεί συμφώνησε απόλυτα με τα λόγια της κυρίας Σπαθά και σε κάθε ανάσα που έπαιρνε αυτή να πάρει τη δύναμη να συνεχίσει το λόγο της, το πλήθος μ'έναν υπόβουο ήχο επευφημούσε τις παύσης της.

Είχαν και μερικοί από αυτούς σχετικές εμπειρίες που δε θέλησαν να τις αναφέρουν στις αρχές να μη ξεσπάσει κάποιο ενδεχόμενο σκάνδαλο και βρομίσει το καθαρότατο όνομα της αρχοντογένας γενέτειρας, του πονεμένου οικτρα τούτου τόπου . Ήτο μεγάλη η πίεση.

Ο "τρίτος" έδειχνε να τον πνίγει το άδικο. Τόνε καίγανε και σωθικά του και κεφάλι του έβραζε. Δε θα κρατούσε πολύ πριν κάνει το μπαμ. Και έτσι έγινε.

- Αρκετά! Δε μποραεί ο καθένας να κάνει του κεφαλιού του! Αναρχίες. Τι κάνουν οι αρχές; που είναι ο δήμαρχος; Μας έχουνε φτάσει στα όρια μας, φτάνει πια! Θα φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε. Θέλετε δικαιοσύνη; τότε θα την πάρουμε στα χέρια του λόγου μας!

Το πλήθος έμοιαζε προβληματισμένο από το πανάρχαιο νόημα πίσω  από τα λόγια του "τρίτου". Μικροί ψίθυροι έκαναν δειλά δειλά την εμφάνιση τους και φούντωσε σαν ανοιξιάτικος αγρός, σαν νέα ελπίδα η επιθυμία τους να λύσουν επιτέλους το πρόβλημα μόνοι.

Και έτσι, έτσι, κάτω από την έναστρη αγγαλία της νύχτας και την άγια υγρασία φεύγει το τσούρμο των φτωχών το νου, για το κυνήγι του φονιά. Με πυρσούς και ματσούκια στα χέρια. Με τα μανίκια απάνω μέχρι τον αγκώνα και τις φούστες γροθιά στο γόνατο. Με το βήμα ταχύ και τα μάτια όλο μίσος.