Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Κυνόδοντας

Ήμουνα λέει σε κάποιο παλιό εργοστάσιο η κάποιο παλιό εγκαταλελειμμένο νοσοκομείο. Κι όμως παρά το αφύσικο της ύπαρξης εκείνου του κτιρίου, παρά την ασχήμια που είχε φάει τους σοβάδες,  ήταν σε πλήρη λειτουργία. Τώρα που το καλοσκέφτομαι νοσοκομείο ήταν. Ξεκάθαρα.
Με ασθενείς, νοσοκόμους και γιατρούς, οδηγούς ασθενοφόρων και συγγενής παθόντων και με μια μικρή πρόχειρα κατασκευασμένη εκκλησία. Εγώ δεν ήμουν επισκέπτης η κάποιο μέλος του προσωπικού, καθώς θα ταίριαζα καλά στα μαγειρεία η σα βοηθός στο μαγνητικό τομογράφο. Ήμουν εγώ ο ασθενής, ο μικρός κουβαλητής του πόνου.

Είχα παει λέει εκεί για μια εξαγωγή τραπεζίτη. Μια διαδικασία σχετικά απλή μα αγχογενει για τον παθόντα. Με καλωσόρισε μια νοσοκόμα- βοηθός του γιατρού, καθόσον αυτός ξεφύλλιζε τα χαρτιά της πάθησης μου και της ακτινογραφίες. Χαμογέλασε λοιτα και μου είπε να καθίσω.
Η κατάσταση μου σταθερή πράμα που βοηθούσε στην γρήγορη διεξαγωγή, του κατά κάποιο τρόπο, χειρουργείου. 

Έπειτα μεταφερθήκαμε στη διπλανή αίθουσα, εκεί που γίνονταν η μικροεπεμβάσης. Στη μέση της καθόταν μια παλιά σκισμένη οδοντιατρική πολυθρόνα που από πάνω της κρεμόταν μια κυνική λάμπα χειρουργείου. Η ένταση της υψηλή που σχεδόν σου τυφλωνε τα ματιά. Γύρο στο δωμάτιο στέκονταν ξεχαρβαλωμένα μικρά πράσινα πλακάκια. 

Ρώτησα λίγο ανήσυχος γιατί τα τόσα φώτα; Και με τάραξε λίγο η ακαταστασία του χώρου. Πράγμα που το επισήμανα παρά τους φόβους μου πως θα ακουστώ παρακατιανός και αγενής. Οι δυο ασπροντυμένοι, απ τη μια ο γιατρός και από την άλλη η νοσοκόμα, καλοβουλοι και ευγενείς οικοδεσπότες αυτής της ρημαγμένης κλινικής, με καθησύχασαν και μου είπαν πως θα πρέπει να καθίσω ήρεμα ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία της εξαγωγής.

Και έτσι έκανα. Δε μου πολύαρέσουν οι αντιρρήσεις. Ο οδοντίατρος έδειχνε να κάνει κάποιες απροσδιόριστες κινήσεις στην άλλη γωνία του δωματίου. Γύρισε, με κοίταξε και σα να είχε φτερά στα πόδια του, σαν κάποιος αρχαίος δηλαδή αγγελιοφόρος, πέταξε κατά μήκος του δωματίου μέχρι που έφτασε εμπρός μου. Άφησε τα χέρια του και τα δάκτυλα του εμπρός μου να χορέψουν και ελευτερωσε από μέσα τους ένα ροζαλο αέριο. Χωρίς να χάσει χρόνο μου είπε να εισπνευσω πριν εξατμιστεί. Αμέσως άκουσα την ευγενή παράκληση του όχι από το δέος που δείχνει ο ασθενής στο ιατρό η από βιασύνη να τελειώσω αυτό το κουβάλημα του πόνου, αλλα για να αποφύγω το δυσάρεστο συναίσθημα που προκαλεί μια βελόνα καθώς τρυπά κάποιο σημείο που είναι κρυμμένο βαθιά μέσα στο στόμα.

Χωρίς να είναι ξεκάθαρη η τεχνική που εφάρμοσε ο γιατρός, στεκόμαστε όλοι όρθιοι, κρατούσε εμπρός μου την άνω γνάθο μου και αυτόν τον ταλαιπωρημένο τραπεζίτη. Την ίδια στιγμή σπόνδυλοι και άλλα κόκαλα που εφάπτονταν μετάξι τους κινούνταν γύρο μας αδιάκοπα. Η νοσοκόμα έδειχνε να χαίρετε και ο γιατρός με ένα χαμόγελο και ένα έντονο νόημα στα ματιά κουνούσε το κεφάλι του, όπως λέει κάνεις καλή δουλειά, η οπως επιβραβεύει μπράβο.

Άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας του κάτω ορόφου στο διαμέρισμα μου. Μπήκα και κοίταξα τον καθρέφτη σκεπτόμενος πως αδικήθηκα. Προς θεού δε χρειαζόταν να εξάγει την άνω γνάθο. Τώρα δε θα μπορέσω να χαμογελάσω ποτέ ξανά. Σκέψου τη αρνητικό αντίκτυπο θα έχει όλο αυτό στην επαγγελματική και τη κοινωνική ζωή μου. Αυτή του η ενέργεια ήταν εντελώς αφελείς και δείχνει έναν άνθρωπο χωρίς καμία εμπειρία. Άνοιξα το στόμα μου με την ελπίδα πως έχω εγώ το λάθος, μήπως μπορέσω και σπρώξω προς τα πίσω ένα από τα γερά μου δόντια. 

Καθώς παρατηρούσα το στόμα μου και έψαχνα ένα τρόπο λογικό να επανορθώσω τη ζημιά που είχα υποστεί, παρατήρησα μια τρύπα στον άνω δεξί κυνόδοντα. Όχι μια τρύπα που ήταν αποτέλεσμα της  κακής στοματικής μου υγιεινής, η ένα παλιό μου χτύπημα. Ούτε κάποιος λεκές από καφέ που μπορεί να ξεγελάσει το μάτι. Ήταν μια καλόφροντισμένη τρύπα από ασήμι, χωνευτή μέσα στο δόντι. Έξυσα λίγο με το δάκτυλο μου και ένοιωσα κάτι να προεξέχει από την είσοδο της καινούριας
μου περιπέτειας  και σκέφτηκα την ίδια στιγμή πως άλλη μια επίσκεψη στο νοσοκομείο ίσως να στοίχιζε και την ίδια μου τη ζωή. Προσπάθησα με όσο πιο λεπτές κινήσεις να γραπώσω αυτό το κάτι μέσα από την τρύπα. Απέτυχα δυο η τρις φορές μέχρι που κατάφερα να σταθεροποιησω τα δάκτυλα μου επάνω του. Και τράβηξα σταθερά, αργά και αποφασιστικά. 

Και να μαι μέσα στην τουαλέτα του πρώτου ορόφου, γεμάτος οργή, με ένα γατί να μου καίει το λαιμό, ρίχνοντας όλη την ευθύνη στη γλυκιά μου τη μητέρα, να κρατώ ένα κατάμαυρο κάποιας εκκλησίας κομποσκοίνι.