Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Η Πόλη του Που(μέρος 2ο)

                                             
 Απόγεμα: Η Οδός Ιλισσίων                                             


Ο ήλιος λίγο πιο πάνω από τη θάλασσα (τόσο που μπορεί κανείς να τεντώσει το χέρι του εμπρός απ τα μάτια του και να χωρέσει τα τρία του δάκτυλα ανάμεσα στον ορίζοντα και τι διάμετρο του ήλιου παράλληλα) έχει πάρει ένα χρώμα κόκκινο και χει γίνει μεγάλος, διπλός απ τα πριν. Η ζέστη διαπερνάει παχιά όλους τους πολίτες της πόλης στεργιά και θάλασσα. Ο Αντώνης Φράγκος έχει πγει τον καφέ του τον φίνο και τρία ποτήρια νερό και στο άσπρο φλιτζάνι του έχουν ξεραθεί τα κατακάθια από ώρα. Τα ρέστα από την πληρωμή του είν' ακόμα παρατημένα στο τσίγκινο τραπεζάκι απάνω. Μια άσπρη χαρτοπετσέτα παρασέρνεται. Σεντόνια κρέμονται απ τα μπαλκόνια τον πολύχρωμων σπιτιών σχεδόν ακίνητα, και οι σταγόνες τους κάνουν τη γη να μυρίζει απότομα. Μάλιστα ένα μέρος από αυτά, τα νερά τα κυλούμενα, μένουνε στάσιμα σε μια κακοτεχνία του δρόμου. Τα τζιτζίκια δίνουν ρεσιτάλ, τραγουδάνε σα χορωδία σε εκκλησία Αφρικάνικη, σε όλα τα μήκη και πλάτη της πόλης του Που. Ζέστη αδιάκριτη. Αύγουστος. Το απόγεμα είναι αργό. Η πόλη μοιάζει άδεια και η κίνηση, ακόμα και τον φύλον τον δέντρον, αργή. Μόνο κάτι ψώνια καθυστερημένα κάνουν κάτι ξεχασιάρηδες και κάτι γάτες αλανιάρες ψευτοτεντώνονται δίπλα απ τους σκουπιδοτενεκέδες. Η πόλη του Που είναι αμφιθεατρικά χτισμένη επάνω σε ένα μεγάλο λόφο, μόνο στη θέση του δημαρχείου κάνει η γη μια εξαίρεση και η υποτείνουσα της παράλληλη γίνεται για να χτιστούν εκεί τα γύρο τα κτίρια και η κεντρική η πλατεία. Πίσω της η πόλη του Που καλύπτετε από βουνά. Μοιάζει σαν μια χούφτα ενός γίγαντα να προστατεύει την πλάτη της ή κάποιου αρχαίου στρατηγού έμπνευση να μην βάλλονται εύκολα η θέσης της. Κοιτάζει, όπως όλες οι μυστήριες πόλεις τη θάλασσα. Την απέραντη, που από πάνω της ο θεός, έχει σπείρει πουλιά και αστέρια. Και τον ήλιο όταν δύει για να γαληνεύει ο άνθρωπος τη νύχτα. Το δημαρχείο δεσπόζει στη μέση της. Ένα χτίριο που το κεντρικό του μπαλκόνι βλέπει εκατόν ογδόντα μοίρες δεξιά αριστερά. Το μόνο άσπρο κτίριο της πόλης χτισμένο από πέτρα και ξύλο. Ένας τέλειος κύβος που από επάνω σκέφτονται να φυτέψουν ένα κήπο με λουλούδια και δέντρα μικρά. Η πόλη απαρτίζετε από στενά και πεζόδρομους και ένας από τους πιο μεγάλους είναι η οδός Ιλισίων. Μια κάθετη που ξεκίνα δεξιά από το δημαρχείο και εμπρός από το καφενείο του ξένου και φτάνει μέχρι την θάλασσα. Μαζί θα πάμε την οδό Ιλισίων τα κάτω, και να με συγχωράτε που στα λόγια είμαι φτωχός να περιγράψω το όλο μα δεν είμαι από δω, με βρήκανε κάπου μακριά και με φέρανε δω για καλύτερα. Αφήστε με όμως πρώτα να σηκωθώ να τεντώσω τα μπρος και τα πίσω μου πόδια να πιω λίγο νερό απ την κακοτεχνία του δρόμου πριν πάρω μαζί με το αφεντικό τον κατήφορο της οδού Ιλισίων. Αυτός εμπρός και εγώ παραπόδα. Φύγαμε. Το αφεντικό μου είναι ο καλύτερος άνθρωπος που χω δει ποτέ και τόνε αγαπάω πολύ. Συνήθως φοράει ρούχα καλά και σιδερωμένα, μυρίζει ουδέτερα προς όμορφα και καπνίζει πάντα με τον καφέ του τα πιο καλοστριμένα τσιγάρα. Δεν περπατάει αργά ούτε και γρήγορα μάλλον τέλεια περπατάει για δίποδος. Ω! το χασάπικο! κρέας κύριοι κρέας! αν κι είμαστε από την αντίθετη του δρόμου μάλλον θα πλαγιοκοπίσω γοργά μη τυχόν και μου πετάξει κάνα κομματάκι ο χοντρούλης ο κύριος με τα ερυθρόλευκα ρούχα. Για να δούμε τι θα δούμε. Μπήκα μέσα στο μαγαζί λίγο διστακτικά μυρίζοντας πρώτα στο κεφαλόσκαλο κάτι σταγόνες μικρές, σχεδόν αδιάκριτες κόκκινες. Πρώτα το αριστερό μετά το δεξί και μπήκα. Έκανα μια κίνηση με το κεφάλι μου και μύρισα τον αέρα τριγύρω. Γλύφτηκα λίγο και κοίταξα της γουρουνοκεφαλές που κρέμονταν από κάτι τσιγκέλια απέναντι, μετά τη βιτρίνα με της συκωταριές τα φιλέτα και τα κοτόπουλα. Ευθύμησα. Μέτα κοίταξα τον κύριο με τα ερυθρόλευκα ρούχα στα μάτια. Αυτός έστριψε τα μουστάκια του και αφού μάσησε κάνα δυο φορές με το στόμα ανοιχτό και ξερόβηξα μου πέταξε μια γωνία από ένα λουκάνικο καπνιστό παραγωγής του. Το κατάπια σχεδόν αμάσητο και βγήκα χαρούμενος με την ουρά μου κουνόμενη. Το αφεντικό είχε προχωρήσει στην οδό Ιλισίων. Τρέχω τώρα ξωπίσω του να τόνε φτάσω μη φύγει και πριν πει κανείς κύμινο να με ξανά παραπόδα. Περπατάμε μαζί λίγο ανάμεσα από μυρουδιές και από ήχους. Μυρίζουν πατάτες τηγανητές απ το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και μια μάνα ακούω να καλεί το παιδί της να φάει. Ένας πατέρας πιο κάτω με μια λεκάνη
πλαστική(καθισμένος στο πεζούλι του δρόμου) γεμισμένη με νερό ψάχνει να βρει στην σαμπρέλα την τρύπα, ένα ποδήλατο έχει κοντά του γυρισμένο ανάσκελα και επιχειρεί. Ο γιος τον κοιτά αγωνίος. Κάποιος άλλος έχει βρέξει την αυλή να δροσίσει και η μυρωδιά από νερό και από χώμα αγιάζει την οδό Ιλισίων αιώνες, γειας τα χέρια τ’ ανθρώπου ανάσανα. Μα νάτονε, νάτος ο ένοχος νάτος, είναι ο γέρος στη βεράντα, ο καθισμένος με το καφεδάκι του πλάι που χει τα μαλλιά του περασμένα με μια βρεμένη τσατσάρα επίσημα και χαιρετά τη ζωή. Γεια σου αγάπη μου, να λέει σε όποιον περνάει. Όσο πιο νέος, πιο αγνός ο περαστικός δίπλα απ τη βεράντα του γέρου, τόσο πιο ζωηρά ξεστομίζει το γεια σου αγάπη μου αυτός. Και η γυναίκα του δίπλα, αυτή που του σέρβιρε τον καφέ του γυρτή, φορώντας ποδιά, κουνά τα χέρια προς τον ουρανό και σταυροκοπιέται κατάνοιχτα, και εκείνος σαν περάσει από μπρος του ο ξένος και προχωρήσει το βάθος στην οδό Ιλισίων κολλά τα μάτια του σε να βασιλικό φουντωμένο, ζωηρό, που είναι δίπλα στου απέναντι σπιτιού την αυλόπορτα, εκεί δίπλα στο λούκι. Αναρωτήθηκα ποιο είναι αυτό τόργανο το βαρύ με το δοξάρι που χει για μικρο αδελφό το βιολί; Δεν ξέρω. Όπως και νάχει είναι τόσο βαρύηχο που τακώ με το στήθος μου. Όπως ακούν οι άνθρωποι της ορχήστρες ντε, με το όλο τους. Μια φορά είχανε έρθει και στην πλατεία, τους είχανε φέρει από κάπου αλλόκοτα. Μια ορχήστρα συμφωνική είπανε, και σώπασα για ώρα ακούνητος και γώ και οι όλοι που ήταν εκεί και μετά ήξερα πως μαγαπούνε οι άνθρωποι. Κατηφορίσαμε εν τη συνεχεία την οδό Ιλισίων το αφεντικό μου εμπρός και γώ παραπόδα. Ακούσαμε 'να τενόρο να προπονεί της χορδές του και να πλουσιόπαιδο λίγο πιο κάτω να κάνει ασκήσεις για πιάνο. Μέτα καθώς προσπερνάγαμε ενα σπίτι ισόγειο, κοντοστάθηκα στα αρώματα μιας γυναίκας παράξενης. Είχε την πόρτα μισάνοιχτη και είχε ριχτή πάνω της μια ρόμπα καλοκαιρινή κόκκινη. Γυμνή από κάτω, τσίτσιδη ξυπόλυτη με λίγα νερά να τρέχουν πάνω απ το ακριβό της κορμί μουσκεύοντας το μωσαϊκό του σπιτιού. Η Σ. η κόλαση επί της γης άκουσα να λένε γιαυτή πριν στο καφενείο και κουνούσαν όλοι μαζί το κεφάλι. Έβαλε στο ράδιο να παίζει μουσική, άναψε τσιγάρο και έκατσε μπρος στον καθρέφτη. Κι εγώ όπως πάντα περίεργος ζύγωσα να τηνε βλέπω καλύτερα να την μυρίζω να ξέρω. Ρούφηξε δυο τζούρες ζωηρές και καπνό δε φύσηξε, έξυσε λίγο το κεφάλι της και άνοιξε ενα κουτί πολύχρωμο που φίλαγε μέσα τα ρουζ και τα βαφικά της. Πλησίασα κι άλλο και μύρισα λίγο την ξύλινη πόρτα και βάδισα μέσα σα να χω ξανάρθει εδώ πολλές φορές, κι άλλες τόσες θα έρθω ξανά. Εκείνη έκανε λίγο το κεφάλι να δει, κατάλαβε βλέπεις την κίνηση, μα γύρισε μόλις με είδε ξανά στον καθρέφτη. Κούνησε λίγο το κεφάλι της και τα κόκκινα μαλλιά της χόρεψαν σα νύφες το άγριο χάραμα. Επικίνδυνα πράματα σκέφτηκα και είπα να φύγω, μα δεν κούνησα. Κάτι σα μαγνήτης με κράτησε. Έβγαλε ένα μπαμπάκι μέσα απ το πολύχρωμο κουτί και το πάτησε μια φορά μες το ρουζ, τέντωσε τα μαγουλά της και το πρόσωπό της πήρε μια γκριμάτσα περίεργη. Δείχτηκε μετά να ενοχλήθηκε και αφού ψαχούλεψε το κουτί το αγαπημένο της, μένα στεκάκι μαύρο έπιασε τα μαλλιά της σαν κότσο και συνέχισε να πασπαλίζετε και πάλι εκ νέου. Πέταξε μετά το μπαμπάκι με μία ελαφριά κίνηση πάνω στο τραπέζι που ήτανε στηριγμένος ο καθρέφτης και πέρασε τα χείλια της με λίγο κραγιόν. Ξεφούσκωσε και αερίστικε λίγο με το χέρι της -τι ζέστη ρε πούστη-μουρμούρισε. Άρχισα να χάνω τη μυρωδιά του αφεντικού μου και πραγματικά ανησύχησα. Βγήκα από το σπίτι της Σ και τον είδα στο τέλος του δρόμου λίγο πριν βγει για τα καλά στο λιμάνι, εκεί σε μία από τς μικρές πλατείες της πόλης, εκεί που ναι η “Αφροδίτη” περίπου. Έτρεξα γρήγορα όσο μπορούσα και ο αέρας μου κολλούσε προς τα πίσω ταυτια, μου τραβιώταν έξω η γλώσσα και αυτός όλο χαμήλωνε και μου φώναζε τρέχα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου