Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Το Πρότζεκτ(μέρος πρώτο)

                                                                                    
                                                       


           



                                                        Το μαντρί




Χρυσίζουν η ελιές και τα πουρνάρια στο κάμπο, πηγενοφέρνει τις παπαρούνες ο αέρας και οι ραχούλες φυτρώνουν σα στήθια η σα μπράτσα απ τη γη. Κρα κρα ακούγεται μακριά ένα κοράκι. Κου κουου λίγο παραπέρα κελαδά μια κουρούνα, και πίσω, πίσω στις ραχούλες ακούγονται κάτι βελατά από πρόβατα σπαρτά. Από το δρόμο πέρνα ένα παλιό αγροτικό με σάπια καρότσα και δυο επιβάτες κατάκοπους και ιδρωμένους, να λαχταράνε λίγο φαγητό και ένα κρεβάτι να πέσουν Σηκώνουν χώμα τα αγόρια στο ποδόσφαιρο και τα κορίτσια δείχνουν τα φουστάνια τους και προσέχουν μη τσιμπηθούν στα αγκάθια που είναι σουγλερά.

Στο καταράχι, σε μια φωλιά από σφάλαχτρα κάθετε ο Φώτης, καπνίζει, φυσά τις μύτες του και ψεφτοκλαίει φαίνεται. Ξεφυσά και βήχει και αγναντεύει το κοπάδι που μοιάζει σα με βαμπάκια στη χλόη, ακούει λίγο τα τροκάνια και τον αέρα και κοιτά τον κάμπο βαθιά πέρα απ τη σκαλίτσα, πιο μακριά απ τη βόθουλα μέχρι που φτάνει το μάτι του στο ξακουστό όρος Ορθολίθι. Μπουμπουνίζει.

-Ενιακόσα μέτρα, μάλωνε εχτέ, η κορφή του από τη θάλασσα.
-Ο-χί, του έλεγε ο Μάκης ο τζίτζιλας με μανία, από χιλιόμετρο πάνω!
Και γαμωσταυρίζωνταν απανωτά.
-Να, να μη σώσω να βγω απ την πόρτα, φώναζε ο Φώτης και χτύπαγε στο μοσαικό του καφενείου το πόδι με αυτά τα άρβυλα που ταν μέσα στη λάσπη και το σκατό.
 -Εχει κριμένη και μια σπηλιά και είχε πάει παιδί ο Μπακάλης και είχε αφήσει μέσα ένα άλογο και ούτε ξάναρθε το Σταύρωμά του! Μου το λεγε: άκουγα το κύμα από κάτω Φώτη, την αρμύρα να έρχεται κι όλο φώναζα έλα έλα έλα, μα τίποτα το θεό του, μόνο χλιμίντραε κι έσερνε πέτρες το κατήφορο, Παύλο, Παυλάκι έλα έλα.
 Καταλαβαίνεις; Έφτανε η τρύπα στο νερό! Δε μποραε το ζώ να σταθεί στα πόδια.
-Ρε σάμπως όνειρα βλέπεις; ε; Χαϊβάνι είσαι καημένε;
-Πάμε, πάμε γαμώ τη Παναγία σου, πα να μετρήσουμε τώρα! ωρυόταν ο Φώτης.


Σηκώθηκε με κόπο, από αυτή τη φωλιά από σφαλαχτρο, τράβηξε μια τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του και το στούμπιξε με τη μαγκούρα του στο χώμα, μια συνήθεια που την κουβαλάει μαζί του απ τα θερμά καλοκαίρια στον κάμπο, έτσι να μην αρπάξουν τα σπαρτά και τα πράματα. Ο αέρας του έριξε το σακάκι που είχε στις πλάτες του. Μαζώχτηκε και φώναξε δυνατά προς το κάμπο.
-Έπα, έπα, έπα!

Τροκάνια βαρούσαν πιο γρήγορα και πλημμυρίσαν σα χείμαρος τη ράχη. Τα βελατά πύκνωσαν και η μυρουδιά της κοπριάς σκέπασε το κρύο αέρα που πίσω του έσερνε τη βροχή. Πότισε η μυρωδιά τα λιθάρια και το κοκκινόχωμα. Σκέπασε το μονοπάτι που περνούσε μες τη νύχτα κιο το σκυλί το αδέσποτο, που του είχε ρίξει με αλάτι χοντρό στα πισινά ο  γιος του μπακάλη. Το ίδιο μονοπάτι που πάει η Μαριώ τις νύχτες πριν επιτεθεί στα κοτέτσια. Η Μαριώ με τη φουντωτή ουρά και τα σουγλερά δόντια, που όταν είναι χορτάτη ξαπλώνει τ' ανάσκελα και κοιτά τους σκορπιούς που πάνε και κρύβονται κάτω απ' τις πέτρες.

Ένα σμήνος πουλιά κράοντα περάσανε πάνω απ το λόφο και έπειτα πάνω απ το Φώτη. Τράβηξε τη συρματένια πόρτα να μπουν τα ζωντανά και φύσηξε τη μύτη του στον αέρα, η κακία του η συνήθεια αυτή ποτέ δε θα τον άφηνε. Άπνοια. Τα πρόβατα μπήκανε όλα, εξίντατέσσερα τον αριθμό, ένα πίσω απ τ' άλλο, μπουκλοτά, ξέξασπρα, βουκολικά, σα να πιάσανε το τελευταίο λιμάνι της ζωής τους. Τ´αρνιά βελάξανε για γάλα. Προυνια, προύνια, σιγοψιθύριζε ο Φώτης. Έλα έλα έλα μουρμούριζε η νύφη του. Μαυροντυμένη από τα εικοσιπέντε της, με ένα μωρό παραμάσχαλα, ορφανή και αυτή του λόγου της από πατέρα.

Σκούπισε λίγο τον υγρασία στο κούτελο με το τριχοτό χέρι της και ίσιωσε λίγο τα ψεφτομούστακα της αυθόρμητα. Κοκκινίσαν τα μάγουλα της σα ρόδια κι έσκυψε το κεφάλι.
-Αΐντε αΐντε Μαρία, βαντα από πάνω να ´ρμέξουμε νύχτωσε. Και τα βάραγε η Μαρία με μια βέργα, ανέκφραστη με ένα πρρρρ στα χείλια. Αμίλητη, άβουλη μόνο με να Τσαπρρρρ χαμηλότονο στο στόμα να της τυραννά την ανάσα.

Ο Φώτης κύλησε ένα λιθάρι τρεις φορές το κεφάλι του, φούσκωσε και ξεφούσκωσε για μια στηγμή μα ο χρόνος του δεν ήταν για χάσημο.Έκατσε στη μέση της πόρτας που χώριζε το μαντρί στα δυο και έβαλε εμπρός του την καρδάρα.
-Ελα Μαρία τι κανείς κοιμάσαι; Άντε μωρή μας πείρε η νύχτα! Και κουνήθηκε η Μαρία απότομα γλιστρώντας μες τη λάσπη και τη κοπριά. Φιλότιμο το όνομα της το μεσαίο. Έπεσε μέσα στη γλίστρα και τους βίκους.
Στηρίχτηκε στο υγρό χώμα και σηκώθηκε. Δεν έβγαλε άχνα, μόνο, έλεγε προύνια προύνια πρόγκαγε τα ζωντανά προς το στένεμα και πιπιλούσε λιγο αραποσίτι που είχε στις τσέπες της.
Οι προβατίνες μια μια περνάγανε από τα ατσούμπαλα χέρια του τσοπάνη, κι αυτός της άρμεγε τα μαστάρια τους και φανταζόταν στήθια γυναικεία, σφριγηλά, νεαρά. Κόρες που έβλεπε κάθε του αει Λια στο πανηγύρι στο Ορθολίθι. Καλοφτιαγμένες και χτενισμένες, πλυμένες με σαπούνι και κάτι φουστάνια κλαρωτά να φέρνουνε γύρους χορεύοντας. Δεν ήτανε κορίτσια αυτά, ήταν στοιχειά που τον τρέλαιναν.

Κάποιες απ της προβατίνες τρέχαν να φύγουνε, σα τη γυναίκα του όταν ήτανε νέα και την κυνηγούσε στα λαγκάδια να ερωτοτροπήσει.
Μμμρρρρ, μμμμμμ του έκανε και τον φασκέλωνε και με τα δυο της χέρια. Οχιά την είπε μια μέρα, γιατί χχχχχι του έκανε χχχχι σα το φίδι.

Καμιά δε πετύχαινε να γλιτώσει, ούτε τα ζώα ούτε η Ελένη. Τις τσάκωνε όλες από το πόδι το πίσω της τραβούσε άγρια και βλαστημώντας τις άρμεγε. Κάποιες άλλες πιο ζωηρές του βρομούσαν το γάλα. Μα αυτός ακλόνητος, άσπαστος!
-Το σταύρωμα σου ρουφιάνα, έλεε και γελούσε βαθιά μες το νεύρο του και με τη χούφτα του, σα κουτάλα που ήτανε, πετούσε έξω τη βρομιά και τη σπούρα.

Μια βροχή ξεκίνησε και κάθε σταγόνα ένιωθε στο κορμί σα Θάλασσα. Τόση είχε την κούραση πάνω του. Το άρμεγμα κρατούσε να πάρει τέλος. Και εκεί στα ξεβλάσταρα κάνει ένα τζάτ εκείνη η μπούτσκα και του χύνει μισή καρδάρα γάλα στο χώμα. Τις γράπωσε το πόδι αμέσως. Κοίταξε το γάλα να το ρουφά η λάσπη, να αλλάζει χρώμα να γίνετε αόριστο κι άχριστο. Δεν είπε τίποτα. Κοκκίνισε και ένιωσε το σατανά να ουρλιάζει ξόρκια μέσα του. Να άμα μου ζήταγε κανείς να πω τη ζώο θυμίζει αυτός ο τσοπάνης, που πριν από λίγο κάπνιζε και ψεφτόκλεγε καθισμένος πάνω στα σφάλαχτρα, αγναντεύοντας αυτόν τον κάμπο τον ατελείωτο, τον καιρό, και το μνήμα του γιου του στην απέναντι ράχη τότε θα απαντούσα ότι δε μοιάζει με κάποιο ζώο που ζει στην κοιλάδα η στο βουνό η κάποιο που ζει μακριά στις αφρικάνικες στέπες, μα με ένα θηρίο βγαλμένο απ την άβυσσο, ένα σμερδάκι που στοιχειώνει το βουνό πάνω απ το χωριό και βγαίνει σε άτακτο χρόνο να φα ότι βρεθεί έξω στο δρόμο του.

Ελέησον σατανά! Της λέει. Πόρνη! Πουτάνα! Βρυχάται από μέσα του της χτυπά μια στα τσιμεντολυθα να τηνε σκοτώσει. Τίποτα. Πόρνη! Ξανά βρυχάται και της δαγκώνει τη μύτη να τηνε φάει. Της σπρώχνει μια να φύγει, ητανε μάτταιο να προσπαθεί να τηνε φά με τα χέρια του γημνά. Εδώ θα μηλίσει μαχέρι.

                                                           














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου