Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Το Άλφα της Αναδρομής (Τέλος)


Κι έτσι, έτσι ανάμεσα στους σοβάδες που τρώει η υγρασία αχόρταγη, τα κουφώματα που καπνίζουν σαπίλα, κάθετε ο αυτός ο εκείνος. Χαϊδεύει το Άλφα της αναδρομής. Ο πιστός δούλος του. Ο αυτός ο εκείνος. Ταμπουρωμένος μέσα σε ένα 'πο τα πρώτα σπίτια της πόλης, υποταγμένος στη λαμπρότητα του Άλφα. Μπαρουτοκαπνισμένος και έτοιμος. Το κοιτούσε και του έλεγε λόγια όλο μέλι. Γυαλίζαν τα μάτια του πόθο, σα της πλατείας τα φώτα που χτυπούν το νερό τα βράδια. Και έτσι μες της αγάπες και τα λουσα του, έλεγε με παράπονο πνιχτό πως βλέπει το τέλος κοντά. Πως τώρα το παιγνίδι μοιάζει να τέλειωσε και πως την απόφαση την έχει παρμένη!

 Το Άλφα ασάλευτο. Παγωμένο. Κρατούσε, αν με ρωτάς, μια σκληρή και άκαρδη στάση. 'Ητο η αρχή και το τέλος μαζί. 'Ητο η γέννηση και ο θάνατος. Κατακόκκινο και φλογερό να μοιάζει σα το κλειδί της ατέρμονης γνώσης.


Ο αυτός, ο εκείνος απόθεσε το Άλφα απάνω σε ένα βελούδινο πράσινο μαξιλαράκι και στάθηκε στα πόδια του. Πάτησε με τις λασπωμένες αρβύλες του πάνω σε κάτι σπασμένα γυαλιά και πήγε προς το παράθυρο που κοιτούσε στο δρόμο. Σιγή και δάδες φλεγόμενες. Βλέμματα μαύρα και αγχόνες ψιλά. Ο ένας από αυτούς έκανε τέσσερα βήματα εμπρός! Κάρφωσε τη δάδα στη λάσπη και φώναξε το όνομά του. "Θανάση" είπε " Θανάση, να βγεις από 'κει πουσαι κλεισμένος, να φέρεις το κλεμμένο που πήρες και να ποθάνεις σαν άντρας, άμα σου 'χει μείνει κομμάτι αντρεία στο μέσα σου".

Ο όχλος κούνησε σα  κύμα της κόλασης. Σα θάλασσα φωτιάς αντανακλούσε στα μάτια του, σα τη θάλασσα που του μάθαινε ο πατέρας. Καυτή και δυνατή. Να, βγαίνανε από την πόλη με το καΐκι και του έμοιαζε, στο λόγο μου, σα μελίσσι  η πόλη η όμορφη. Και μετά κάπνιζε αυτός και τράβαγε της τριχιές δυνατά -δε πονούσε ποτέ- και του έδειχνε με το κεφάλι κατεύθυνση κι ολο πήγενε να πει και ολο του πέφτανε οι στάχτες. Ο αυτός ο εκείνος κοίταξε τον όχλο, άνοιξε την παραθυρόπορτα και βγήκε στο μπαλκονάκι! Τι παράτολμη κίνηση τι κουταμάρα! Η ζωή του διέτρεχε κίνδυνο! Δε το έβλεπε μόνος του;(!)

Και εκεί που η πλάση όλη περίμενε κάποιο λόγο μετάνοιας, εκεί που ο μπροστάρης του όχλου χαμογελούσε με ικανοποίηση και ειχε τη γεύση της σάρκας του αυτού του εκείνου στο στόμα του, εκεί που οι γυναίκες αφήναν το κόμπο της φούστας να πέσει απ το γόνατο, σήκωσε το δείκτη του αριστερού του χεριού. Ναι ο αυτός ο εκείνος. Ξεκίνησε να γελά δυνατά. Ξεκαρδιστικέ γερά και το γέλιο του πέρασε πάνω από τα μπουριά που καπνίζανε, πέρα απ τις στέγες, τρόμαξε τις γάτες και τον αγγελιοφόρο. Έκανε τους αστυφύλακες που τον ψάχναν να γυρίσουν το κεφάλι προς την κατεύθυνση που ερχόταν το γέλιο. Και ήταν τόσο εκκωφαντικό και σαρκαστικό το γέλιο του που σταμάτησε για μία στιγμή και το βάδην του τρελού, και το χρόνο. Η δυναμή του μυθική.

Και έκανε ενα έτσι, ενα πράμμα σα τσάτ! ενα μπούμ! και να σου τον μέσα σε 'να αερόστατο μυθικών διαστάσεών. Το γέλιο του όλο και έπερνε μια μορφή πολέμου και σηρίνας. Ύψωσε το χέρι του στον ουρανό και την ίδια στηγμή πηδά το Άλφα μεσα στην άδεια του παλάμη.

"Την υγρασία και το τσιγάρο ποθό οσο τίποτα. Ελεύθερα. Ενα πστ! να με κτυπά πισώ στη πλάτη και το σκυλί να γαβγίζει αόριστα. Σε 'να τοίχο, σε ένα προσκηνητάρι, σε κάτι. Τα μπουμπουνιτά, το χειμώνα-η ομπρέλα να λείπει-και το ψιλόβροχο να έχω να κατιγορώ το χρόνο". Αυτά ήταν τα λόγια του τα τελευταία. Έπιτα πέταξε με όση δύναμη είχε το Άλφα απάνω στον όχλο. Έπιτα  κορμιά φλεγόμενα και κάθε τι, η πόλη φλεγώμενη.













Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Το τρένο του τρόμου.

Θα πούλαγα ευχαρίστως τη ψυχή μου στο διαβολο. Όχι για χρήματα η για νιότη. Ούτε για δόξα και αναγνώριση. Γιατι άλλωστε να το κανα αυτο; Ο χρόνος κυλάει απερίσκεπτα και γρήγορα. Θα την πούλαγα όμως, για να περάσω το υπόλοιπο της σε ενα τεράστιο λούνα παρκ. Χαμένο κάπου μέσα στα σύννεφα. Ψιλά πάνω απ τα ουράνια τόξα. Ετσι πολύχρωμο, γεμάτο μουσική και κόσμο χαρούμενο. Πάνω σε ενα τρένο του τρόμου η μέσα στο σπιτι των φαντασμάτων. Με ενα χαμόγελο αγκιστρωμένο στο πρόσωπο μου, να περνώ ανάμεσα απο υπερχείλισμενα δωμάτια. Να τρέμω απο χαρά και απο τρόμο βαδίζοντας πάνω σε μια σανίδα ισορροπίας και κάτω το χάος. 

Θα πούλαγα τη ψυχή μου στο διαβολο για να περάσω το υπόλοιπο επάνω σε ενα τρενάκι του τρόμου. Τιγκα στην ένταση και τον ενθουσιασμό. Και αν το συνήθιζα; Τότε ο χρόνος στα γρήγορα θα με έσπρωχνε σε κάποια άλλη του πρόοδο. Ατσούμπαλα. Σε ενα καινούριο θελγητρο που δε θα ακούει σε ράγες και προστατεύτηκα κτίσματα. Θα κυλά μες τα σύννεφα, θα μπαίνει σε άλλες διαστάσεις και κόσμους. Και ετσι γέρος-αντί για κάποιο κακόγουστο αστείο- να χαθω σε μια απ τις στροφές του, αιώνια με την αγωνία της ταχύτητας, με το χαμόγελο παγωμένο και την ευχαρίστηση να με γαργαλάει χαμηλά στο στομάχι.

Να σου πω κατι; Θα γλύτωνα ετσι τους χωριάτες που νομίζουν πως  μητρόπολη ειναι το μαντρί που κατοικούν και το μαντρί που θα παιθανουν. Θα γλύτωνα ετσι τις διακρίσεις και του διαχωρισμούς. Θα γλίτωνα τη χαζομάρα της βαρύτητας, της υποχρέωσης. 

Μετά απο αυτή τη ζωή βέβαια θα με περιμένει ο διαβολος αλλα αυτο ειναι μια άλλη ιστορία.


Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Ο Σταύρος ο Ταύρος

Ο Σταύρος ο ταύρος δεν είχε κέρατα μυτερά και μεγάλα μαύρα ρουθούνια. Όχι.  Ητο μόνο λίγο αφελής κ΄ευέσθιτος. Αγύμναστος στα πόδια του και αμπλαούμπλας όταν έτρεχε. Έτρωγε το χορτάρι με βιασύνη και συχνά πνιγόταν με το νερό. Μα, όλα αυτά του τα χαρακτηριστικά δε τα παρατηρούσε. Δεν τον ενοχλούσαν ούτε αυτόν, ούτε τον περίγυρό του.

Μια μέρα ήρθε ο Τάκης ο ταχυδρόμος. Για δές τον, σκέφτηκε ο Σταύρος, με τα ρούχα του καλοσιδερομένα, στα δυο του πόδια και αυτή τη τσάντα του να κουβαλάει γράμματα για όλους. Αλληλογραφίες, λογαριασμούς, κωδικούς κάποιου μυστικού θησαυρού και διαφημιστικά φυλλάδια! Να, αυτός κουβαλάει όλα τα μυστικά του χωριού. Και κάποιος άλλος, ακόμα ποιο αστραφτερός απ αυτόν, σε μια μεγαλύτερη πόλη, κουβαλά τόσα κι άλλα τόσα.

Ο Σταύρος ο Ταύρος αφαιρέθηκε μέσα στο μάσημα του χόρτου. Και όταν άνοιξε τα μάτια του για τα καλά, είδε αφημένο στην πόρτα της περίφραξης κάποιο άσπρο φάκελο. Έτρεξε γρήγορα κοντά, τονε πήρε στο χέρι του και έκατσε στα πισινά του. Ξερίζωσε λίγο ακόμα χόρτο και μπούκωσε το στόμα του.

Βέβαια, κάποιο πουλί πέταξε πάνω απ το κεφάλι του, κάποιο πεύκο κουνήθηκε απ το αεράκι και κάποιες μύγες του τρώγαν τ' αυτιά. Ο Σταύρος άνοιξε το γράμμα όπως του 'χαι πει ο πατέρας του: Με προσοχή μη σκίσει το μήνυμα και μη κάνει παραπανίσια σκουπίδια, σε τι τ' όφελός;

Αρχίνησε να το διαβάζει με το στόμα του γεμάτο χορτάρι που το μασούσε όλο και αργότερα: Και θα πάμε να παίξουμε και να φάμε μακαρόνια με κιμά με τις τίγρης και όταν μεγαλώσω θα κατασκευάζω αεροπλάνα. Θα είναι μαζί και η μαμά και ο μπαμπάς και άμα έρθει η μάγισσα θα της φωνάξει να φύγει! Κλείνω τα τέσσερα, ο μπαμπάς τα πολλά και η μαμά τα πολύτερα. Και μετά τα μαύρα σύννεφα βρέχει.

Ο Σταύρος ο ταύρος είχε απλή ζωή. Άκουγε τα δέντρα και έτρωγε χορτάρι. Έβρεχε η είχε λιακάδα αυτός τη ρουτίνα του. Συχνά έτρεχε και κουτουλιότανε μαζί με τους άλλους ταύρους.

Μια μέρα, την τελευταία μέρα του, μια βόμβα από μη επανδρωμένο αεροσκάφος έπεσε πάνω στο μαντρί που κοιμότανε. Του κομμάτιασε  το πίσω μέρος του κεφαλιού του και ένα από τα θραύσματα του έλιωσε το δεξί μπροστινό του πόδι. Άψυχη κούκλα ο Σταύρος ο Ταύρος. Σε ένα ράντζο πάει για πέταμα. Μαζί με το χαλασμένο τυρί που είν΄ στο ψυγείο και κάτι λαχανικά που δε τα τρώει κανένας.










Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Ο νάνος και τα ξωτικά

 Εδώ παρακάτω έχει ένα σχολείο σπουδαίο, με τραμπάλες ξύλινες και κούνιες. Έχει ένα γήπεδο καταπράσινο και δέντρα πανύψηλα. Ανάμεσά τους κελαηδάνε πουλιά και κρύβονται σκατζοχέρια και λαγοί. Πάω με το παιδί, κάθε φορά, και τους φοράμε καπέλα και παπούτσια.
Γύρο, τη μεγάλη του αυλή τηνε φροντίζει ένας νάνος που είναι ολότελα ξυπόλητος. Με κάτι μαλλιά φουντωτά, που σα μας βλέπει και τους δυό να πειράζουμε τα ζώα, σηκώνει την τσουγκράνα του να μας αποθαρρύνει . Μα μοιάζει αστείος έτσι όπως πέφτουνε απάνω του τα φύλα. Γελούμε και οι δύο φιλικά και τον ρωτούμε τι κάνει και που μένει.
Ύστερα, γονατίζει έτσι αστεία, βγάζει τα σπασμένα του γυαλιά και σκουπίζει το μέτωπο του απ' τον ιδρώτα.
Σωπαίνουμε,  λόγο που όλα τα εμπόδια  περάσαμε από τέσσερις φορές. Μας βαραίνει η κούραση πολύ και κάθε φορά, μα κάθε φορά μικρές κουκκίδες φτερωτές ξεπροβάλλουν μέσα από τα δέντρα. Βαμμένες με χρώματα φανταχτερά, με φλογέρες και με παιχνίδια ζωηρά όλο μας καλοπιάνουν να μπούμε μες τις λίμνες και τις πέτρες.
Ναι, είναι τα ξωτικά αυτές οι κουκκίδες οι μικρές που εμφανίζονται εμπρός μας. Άλλωστε αυτός ο νάνος φροντιστής μας το επιβεβαιώνει. Σπρώχνει με το δάκτυλό του τα γυαλιά να καθίσουν όμορφα στη μύτη, και συζητά μαζί τους τα νέα του δάσους και τις αταξίες που έλαβαν χώρα στο σχολείο.
Ο Χιούγκο και ο Όλιβερ, λέει, έσκασαν πυροτεχνήματα την προηγούμενη Τετάρτη. Αυτό απαγορεύετε ρητά από τους κανονισμούς, και οι κουκκίδες οι μικρές, σαν τοσοδούλες όπως είναι αναφωνούν με το στόμα ένα μα; πυροτεχνίματα σκάει κανείς μόνο στις αργίες.
Ύστερα πιάνει το βράδυ. Ο νάνος θα φορέσει το καπέλο του, δώρο απο ενα φίλο του αξέχαστο, φουντώνει το φανάρι του, μια και το κάπνισμα το έχει σταματήσει, και τριγυρισμένος απ τις κουκκίδες τις τοσοδούλες τις μικρές χάνετε μαζί τους μέσα στις λίμνες και τις πέτρες.


Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Το Άλφα της Αναδρομής. 2.


                         
                                             ''Θανάση γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά;
                                               για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία.''
                                                                         
                                                                             
                                                                                                           



                                                                            2.

Κι έτσι, έτσι, κάτω από την έναστρη αγαλλία της νύχτας και την αγία υγρασία, οδεύει εκείνος ο άρρωστος. Λειψός στο μυαλό ο κακόμοιρος και γκαβομάτης εκ γενετής, όπως τον γράφουν τα χαρτιά των αρχείων και μαρτυράει ο κόσμος. Μέσα στη πόλη, πλάι σε κτίρια κτισμένα στο γύρισμα του αιώνα, όπως προκύπτει από τα μεγάλα ανοίγματα στις όψεις, τα κρυφτά πατάργια και την ύπαρξη σχεδόν πάντα ισογείων. Οδεύει αυτός εκεί μέσα, ο "εκείνος" στον ευλογημένο τούτο τόπο, αυτή τη καλλονή εφηβική του ονείρωξη ποτέ δε θα ξεχάσει.

-Τι τα θες; Δε σταματάει ο ρημάδης ο χρόνος, είπε. Κάθισε κάτω, χάμω στο δρόμο και κοιτούσε τα σπίτια. Στην αρχή ονειρευότανε την εσωτερική τους διάταξη, πως είναι μέσα, και έδειχνε με το δάχτυλο του δειλά τα ντουβάρια. Να, εκεί, έκανε, εκεί είναι η κουζίνα. Πιο δίπλα η κρεβατοκάμαρα που κοιμάται η Ελενίτσα με το αγγελάκι της και πιο μέσα είναι ο καμπινές. Βρε τι ωραίος, έλεγε, τι πορσελάνες, τι ασημένια χερούλια, τι υπέροχο μάρμαρο! Μια οπτασία.

Φώναζε στον εαυτό του να συνέλθει και ξανακοίταγε σα ψάρι τους τοίχους. Έπιανε το πρόσωπο του και τραβούσε προς τα κάτω τα μάγουλα! Κοιτούσε τις τοξοστοιχίες και τους λιτούς κίονες που κρατούσαν μαζί όλο το κτίριο. Θαύμαζε ασύστολα τις πέτρες των ντουβαριών.

Μέχρι που μετά από λίγο παρατήρησε με τη θολή όρασή του ένα φως καταγάλανο να στροβιλίζει μέσα από ένα στενό, το στενό του εγκλήματος, σαν άλλος φάρος κάποιου νησιού στην άκρη της θάλασσας  η μιας έρημης βράχου στο πέλαγο. Βρε τι σου είναι αυτά τα πράματα τώρα; έκανε με τα μούτρα του και έτριψε τα μάτια του να δει καθαρά. Τίποτα. Σηκώθηκε και περπάτησε προς τα εκεί. Περίμενε το νερό να του μουσκέψει τα παπούτσια και τα βράχια να του τρυπήσουν τα γόνατα να τον πονέσει τέλος πάντων μια έκπληξη άξαφνα.

Στο δρόμο όλο έλεγε: Ω τι στήθια, έκανε, και μόλις είδε κόσμο μαζεμένο κορδώθηκε και με όλο βροντερότερη φωνή ανακοίνωνε, κόσμε; που είσαι κόσμε κοσμάκη! και σούφρα κ'αιδοίο. Μου-να-κι -και κώλο- κω-λο!  Χαιρετούσε ανύπαρκτα: την καλησπέρα μου μπάρμπα, γεια σας κυρία μου! να ξέρετε, κόσμε κοσμάκη μου! Εσείς κύριέ μου συνουσιάζεστε τίποτα; η πεολειχία αγαπημένο μου χόμπι!

Κάποιος από τους αστυφύλακες που ήταν ακροβολισμένοι στη σκηνή του εγκλήματος, τον άκουσε και θορυβήθηκε από την λαγνεία της γλώσσας του. Τόνε κοίταξε σκληρά, πάνω και κάτω. Χτύπησε το πόδι στην άσφαλτο, όπως κάνουν αυτοί που θεν'να διώξουν τα ζα.
-
Ξξτ! ούστ! Ούρτ! θεόμουρλε ουστ από δω άντε τράβα, του έκανε. Ού να χαθείς να χάνεσαι ζουρλοκομείο.

Τότε, ο αυτός, ο "εκείνος", ο κουρελής κι αόμματος σχεδόν, σταμάτησε και έδειξε να δακρύζει, γιατί; ρώτησε τον εαυτό του με την πίκρα της απόρριψης να του παίρνει τα μυαλά , τράβηξε από τις τσέπες του ένα πάκο χαρτοπετσέτες που τις είχε πάντα μαζί του και σκούπισε τα ζουμιά που τον πήρανε.

 Έκανε μεταβολή και χάθηκε η εικόνα του από το δρομάκι του εγκλήματος και από τα μέσα της  πόλης. Μόνο η φωνή του ακουγότανε να χαιρετά ανύπαρκτα πρόσωπα και νεκρούς από καιρό, και να λέει προστυχιές και χοντροκομμένα αστεία. Μέσα από τα δρομάκια σα κάποια μουσική να έρχεται από κάποιο δωμάτιο κριμένο καλά η φωνή του έσβησε στο σκοτάδια.

Κόσμος από τα γύρω νοικοκυριά και άλλα τύπου μαζώματα ήταν μαζεμένος έξω από την Αναδρομή,
κοιτούσε το άλφα που έλειπε και τα μάτια τους τρόμαζαν στη θέα του κακοποιημένου βίαια  ξύλου.

Κουνούσαν όλοι το κεφάλι και έδειχναν αόριστα την κατεύθυνση που έφυγε ο δράστης. Ο ένας από δω, ο άλλος από κει (και όλοι καπνίζοντας) και ένας "τρίτος" πιο ήρεμος, με το μάτι της σιγουριάς, και το δείκτη του χεριού του να τρέμει, έδειχνε σε μια τρίτη κατεύθυνση.

-Τι μοναδική αλήθεια των ακριβών συντεταγμένων τηνε ξέρω μονάχα εγώ, υποστήριζε χαμηλόφωνα, μόνος του. Γνωρίζω και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έλεγε, και για να πείσει τον όποιων τυχών και τον άκουγε επαναλάμβανε και έδειχνε ο βορράς και ο νότος που πέφτουν χωρίς καμία απόκλιση καμίας κατεύθυνσης!
Μπορώ να σας πω τους ανέμους πως φυσούν και να υπολογίσω τα υπόγεια ρεύματα.

-Ζούγκλα καταντήσαμε, εγώ φταίω που ήρθα οικειοθελώς και παρέδωσα το περίστροφο μου. Θα του χα τραβήξει τώρα μια νταν! και δε θα είχε γίνει τίποτα θα ξεβρόμιζε ο τόπος, είπε με πιο έντονη φωνή. Κάποιος άλλος που είχε πλησιάσει κοντά του κουνούσε το κεφάλι και κοιτούσε το δρόμο να βρει το αποδεικτικό που θα ξεκινούσε το λύμα του γρίφου. Και βέβαια μια  κυρία,  η κυρία Σπαθά, κατήγγειλε το γεγονός με το δείκτη της σε όλα τα παρευρισκόμενα πρόσωπα.

-Δε πάει άλλο παιδιά αυτό το πράμα νισάφι! Χορτάσαμε έγκλημα. Της προάλλες ανοίξανε το σπίτι της Σούλας. Μέρα μεσημέρι! Της πήρανε ένα κουτί με χρυσαφικά, το τηλέφωνο της και το φορτιστή και σα να μην έφταναν αυτά πήγανε οι βρωμιαραίοι και της κατουρήσανε και στο καμπινέ τη λεκάνη, τη βρωμίσανε τη γυναίκα. Αυτοί οι βρωμιάριδες που μας μαζευτήκανε και τι να 'κανε κι αυτή έκλαιγε.

Και βέβαια, ο κόσμος που ήταν εκεί συμφώνησε απόλυτα με τα λόγια της κυρίας Σπαθά και σε κάθε ανάσα που έπαιρνε αυτή να πάρει τη δύναμη να συνεχίσει το λόγο της, το πλήθος μ'έναν υπόβουο ήχο επευφημούσε τις παύσης της.

Είχαν και μερικοί από αυτούς σχετικές εμπειρίες που δε θέλησαν να τις αναφέρουν στις αρχές να μη ξεσπάσει κάποιο ενδεχόμενο σκάνδαλο και βρομίσει το καθαρότατο όνομα της αρχοντογένας γενέτειρας, του πονεμένου οικτρα τούτου τόπου . Ήτο μεγάλη η πίεση.

Ο "τρίτος" έδειχνε να τον πνίγει το άδικο. Τόνε καίγανε και σωθικά του και κεφάλι του έβραζε. Δε θα κρατούσε πολύ πριν κάνει το μπαμ. Και έτσι έγινε.

- Αρκετά! Δε μποραεί ο καθένας να κάνει του κεφαλιού του! Αναρχίες. Τι κάνουν οι αρχές; που είναι ο δήμαρχος; Μας έχουνε φτάσει στα όρια μας, φτάνει πια! Θα φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε. Θέλετε δικαιοσύνη; τότε θα την πάρουμε στα χέρια του λόγου μας!

Το πλήθος έμοιαζε προβληματισμένο από το πανάρχαιο νόημα πίσω  από τα λόγια του "τρίτου". Μικροί ψίθυροι έκαναν δειλά δειλά την εμφάνιση τους και φούντωσε σαν ανοιξιάτικος αγρός, σαν νέα ελπίδα η επιθυμία τους να λύσουν επιτέλους το πρόβλημα μόνοι.

Και έτσι, έτσι, κάτω από την έναστρη αγγαλία της νύχτας και την άγια υγρασία φεύγει το τσούρμο των φτωχών το νου, για το κυνήγι του φονιά. Με πυρσούς και ματσούκια στα χέρια. Με τα μανίκια απάνω μέχρι τον αγκώνα και τις φούστες γροθιά στο γόνατο. Με το βήμα ταχύ και τα μάτια όλο μίσος.





Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Το Άλφα Της Αναδρομης. 1

 Η ψιχάλες βαράγαν τους τσίγκους και χοροπηδούσανε χαρωπές πάνω στο βάλτο της πόλης. Τα γατιά, φοβισμένα τρέχανε στις κρυψώνες τους. Λίγος και ο κόσμος έξω. Ρομαντικοί κυρίως, επαρχιώτες της νύχτας. Μέσα στο πούσι, την αγαλία της νύχτας και την αγία υγρασία, προχωρά αυτός. Χαλάει τα λασπόνερα στο πάτημα του. Οι κακοφωτισμένοι δρόμοι βοηθούν να κρύψει την κακομοιριά που του έπεσε κλήρος. Έχει πυκνά μούσια, ένα τσιγάρο σκέτο που ματώνει στα χείλια του και το βλέμμα του γυαλίζει γεμάτο απειλές. Κρατά το χέρι του γροθιά. Συνέχεια. Ραγίζουν τα κρύσταλα στο περασμά του. Είναι επικίνδυνος.Φτιαγμένος για το κακό.

Πάνω απ την πόλη φαίνονται η σκεπές. Οι καπνοί απ της στόφες χαλούν το τέλειο πετώ τους μες τη βροχή (Να, μια κρύα νύχτα, με ξάστερο ουρανό θα έμοιαζε ο καπνός σα να χορεύει το πρώτο βαλς ενός γάμου σε να γλυκό κήπο, δίπλα σε φίλους και συγγενής)Ακούγονται υγρά ποδοβολητά. Βαριές ανάσες και υποψίες βλαστήμιας.
-Εκλάπη το άλφα της αναδρομής! Εκλάπη το άλφα της αναδρομής!Μες 'το σκοτάδι, πίσω από τις κουρτίνες μουρμουρίζει το κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε με.

Ύστερα, πίσω από μια πόρτα που ήτανε φτιαγμένη να κλείνει αργά, η ίδια φωνή, σαν ανακοίνωση ειδησεογραφικού πρακτορείου, επαναλαμβάνει τα φριχτά γεγονότα: Εκλάπη το Άλφα της Αναδρομής!

Η αναστάτωσης πολύ. Οι θαμώνες κοιτάζονταν και έδειχναν να επικοινωνούν μεταξύ τους χάρη αυτού του μέθυσου γεγονότος. Μερικοί, ω τι έκπληξη, ψιθύρισαν παίρνοντας θέση. Κουνούσαν τα κεφαλιά τους, σα να λενε ο ένας στον άλλονε ναι, χωρίς να αλλάξουν αχρείαστες λέξεις.Αλλά ο χρόνος είναι μπάσταρδος και το ξεχνάω του εις τους αιώνας των αιώνων. Σε λίγο οι θαμώνες κλείστηκαν στο προσωπικό τους χώρο. Αυτό το ένα επί ένα που αναλογεί στον καθένα τους. Κοιτούσαν γύρο τους με κλεφτές ματιές ανάμεσα στις γουλιές του ποτού τους και της τζούρες από τα τσιγάρα.

Ποιος να έκανε ένα έγκλημα τόσο φριχτό; Όχι εγώ! Ίσως αυτός που στέκει ντροπαλός στη γωνία. Ίσως κανείς μας.Κάλεσαν τον υπαστυνόμο και μερικούς χωροφύλακες. Δε είδαμε ποιος, δεν είχαμε αποφασίσει αν το θέμα έπρεπε να πάρει έκταση, γι'αυτό και εμείς σα διαχείριση δε κάναμε τίποτα.

Αργότερα, συνειδητοποιήσαμε ότι έτσι ήταν καλύτερα, ευχαριστήσαμε την πρωτοβουλία και αρνηθήκαμε να πάρουμε χρήματα για το υπόλοιπο της νύχτας.Η αλήθεια ήταν αυτή: ήξερα μέσα μου το δράστη μα δε θα το πρόδιδα για τίποτα στον κόσμο.
Μια τέτοια πράξη γενναιότητας(προσωπική μου και μόνο η άποψη), μόνο αυτός θα μπόραγε να κάνει. Έτσι σκεφτόμουν, και φίλαγα τη σκέψη μου αυτή σα κάτι άγιο, σα κάτι που θα με έσωνε από τα χέρια της δημόσιας τάξης, των δικαστικών αρχών και των σοφρονιστικών ιδρυμάτων.

Ο υπαστυνόμος, που είχε έρθει ασυνήθιστα γρήγορα, έδειξε να τα χάνει για μια στιγμή από την ακαταστασία του κόσμου και τους αστεϊσμούς που οσο να 'ναι αλάφραιναν το βάρος της παράνομης πράξης. Πράμα που δε θα το ήθελε κανείς αξιωματικός που θα βρισκόταν στη θέση του. Άπλωσε τα χέρια του να δώσει ένα τόνο ηρεμίας, να τραβήξει την προσοχή, κάτι σα νά´βγαζε λόγο.

-Πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό να βρούμε το δράστη, είπε. Αυτό το απαύγασμα που λοιδορεί το όνομα του ευλογημένο τούτου τόπου. Δε θα σας το κρύψω, αν και αυτό υπερβαίνει το αστυνομικό απόρρητο, τις αξίες μου σαν άνθρωπος και τους όρκους του σώματος, που τους τηρώ τυφλά, αυτοί που με γνωρίζουν προσωπικά μπορούν να επιβεβαιώσουν την αξία μου και την εγκυρότητα μου σαν άνθρωπο και σαν όργανο της τάξης, ότι αυτός ο άνθρωπος, αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας δεν είναι κάποιος πρωτάρης στη παρανομία και δη τους βανδαλισμούς νεοκλασικών ωραιοτάτων κτιρίων και τιμίων επιχειρηματιών σα και του λόγου του, είπε ο υπαστυνόμος και έδειξε προς το αφεντικό.
-Μη φύγει κανείς παρακαλώ, είπε με αυστηρό τόνο, μα και με μια κάποια δόση κατανόησης, πρέπει δυστυχώς να μείνουμε όλοι εδώ μέχρι να βρεθεί το Άλφα της Αναδρομής.

Τάχιστα μου είπε να πιάσω το τηλέφωνο, ένα κατάμαυρο παλιό τηλέφωνο με καντράν που λειτουργούσε με κέρματα. Του έριξα μέσα μερικά απ τα δικά μου, να μην καθυστερήσω τη διαδικασία με περιττές φράσης και εντολές όπως: δώσε μου μερικά νομίσματα η ξεκλείδωσε το. Δε με κοίταξε, σκέφτηκα πως ακόμα δε με υποψιάζεται. Φοβόμουν.Ο υπαστυνόμος γύρισε με τα φροντισμένα δάκτυλα του το καντράν. Μετά από ένα λίγο σιωπή ακουστικέ η φωνή του ξανά . Πρέπει να κλείσουμε το κέντρο κύριε διοικητά. Έχουμε πρόβλημα. Χωρίς άλλη κουβέντα έκλεισε το τηλέφωνο και με κοίταξε στα ματιά. Βάλε ένα νεράκι να σε χαρώ, μου είπε σοβαρός με αυτό του το απειλητικό το μουστάκι. Τσακίστηκα αμέσως, δεν ήθελα να του δείξω πως ξέρω.

Μια νεαρή μαθηματικός από ένα χωριό λίγο πιο έξω από την πόλη, ελαφρά μεθυσμένη, με ένα μπλαζέ ύφος έδειξε να στραβώνει λίγο τα σαγόνια της.

-Μα κύριος υπαστυνόμος τι πράγματα είναι αυτά τώρα, θα μένουμε εδώ όλη νύχτα δηλαδή για έναν ανεύθυνο, ένα αλήτη στην τελική; Μας προσβάλλετε, είπε.Ήταν φως φανάρι πως ήθελε να τραβήξει όσο πιο πολλούς μπορούσε με το μέρος της, ήταν ξεκάθαρο. Χρησιμοποίησε άλλωστε πληθυντικό, παλιά στρατηγική και κλασικός τρόπος να σ'αγαπίσει η μάζα.
Ο υπαστυνόμος χαμογέλασε διπλωματικά, είχε την εμπειρία να χειριστεί τέτοιες καταστάσεις. Τα άσπρα του μαλλιά δε θα τον πρόδιδαν.

-Ηρέμησε κούκλα μου, της είπε, δε νομίζω δα να πάρει και τόσο χρόνο. Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι, κανείς σας, δε νομίζω ότι κάποιος εδώ μέσα έχει κάνει αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα. Αυτό το παράσιτο έρπετε μέσα στα στενά της πόλης, ψάχνει μια τρύπα να χωθεί, να μη τον βρω. Γιατί ξέρει πολύ καλά τι τον περιμένει όταν τον βρω. Θέλω μόνο να μιλήσουμε λίγο με τον καθένα σας χωριστά. Κάθε λεπτομέρεια θα βοηθήσει το δύσκολο έργο μας.

Η νεαρή μαθηματικός κάθε άλλο μα περίμενε μια τόσο διπλωματική απάντηση από τον υπαστυνόμο. Πόνταρε με την επίθεση της στο να τον κάνει να χάσει την ψυχραιμία του και να επιτεθεί σ'ενα αθώο κορίτσι, έτσι ώστε ο λίγος κόσμος που ήταν εκεί να πίεζε την αρχή να τους αφήσει ελεύθερους. Είχε άλλωστε ένα τρομερό πόνο στα πόδια της που τώρα ξεκίναγε να είν' ανυπόφορος. Το μόνο που ήθελε ήτανε σπίτι. Έστησε το κορμί της λοιπόν σα λαμπάδα στο σκαμπό, ξεφούσκωσε την υπομονή της και συμμορφώθηκε με την κατάσταση.

Ο υπαστυνόμος φώναξε τον αφεντικό και κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια του ζήτησε τη συνεργασία του, ένα χώρο να μπορεί, μαζί με το διοικητή όταν αυτός έλθει, να κάνει μερικές ερωτήσεις στους θαμώνες και το προσωπικό. Ο αφεντικός έδειξε να δισάει. Δεν είναι και η καλύτερη φήμη για ένα τόσο δημοφιλή χώρο, όπως αυτός, η παρουσία της αστυνομίας και μάλιστα, που ακούστηκε, να διενεργούνται λέει ανακρίσεις και άλλου τύπου Χριστούγεννα. Στο τέλος όμως υπέκυψε στης βουλές του οργάνου της τάξης. Την ηθική υποχρέωση που πήγαζε μέσα του να βοηθήσει την κοινωνία να γίνει καλύτερη, και την υπόσχεση που έκανε στον εαυτό του λίγο πριν κλείσει τα τριάντα, ότι από εδώ και στο εξής θα 'ναι άρτιος.

Μου έκανε νόημα με τα μάτια και εγώ έτρεξα αμέσως στο μέρος του. Μου είπε: Πάνε πίσω και φτιάξε ένα χώρο να κάνουνε τη δουλεία τους οι άνθρωποι. Καθάρισε λίγο.Δε μου αρέσουν η αντιρρήσεις, και έτρεξα να κάνω αυτό που μπορούσα. Πήγα πίσω στο μικρό αποθηκάκι και έκανα χώρο ανάμεσα στα καφάσια και τα ψυγεία. Τράβηξα λίγο στην άκρη κάτι χαλασμένους πίνακες του παλιού ιδιοκτήτη και έστησα δύο τελάρα αντικριστά. Στη μέση τρία καφάσια μπίρας, έτσι κάτι σαν ένα πρόχειρο τραπέζι. Η ζέστη εκεί μέσα ήταν ανυπόφορη, σου γέμιζε το στόμα και της παλάμες. Επιθεώρησα λίγο το χώρο για να αποφύγω κάποια παρατήρηση η κάποιο πλάγιο βλέμμα. Τότε με ξύπνησε μέσα απ τον κόσμο μου ένας ψίθυρος που ερχόταν από την άλλη μεριά του τοίχου.Το μυαλό μου πρόβαλε την παλιοαυλή που ήταν από την άλλη μεριά. Κάτι χαλασμένα χαρτόκουτα και κάτι σανίδια που είχανε μείνει αμανάτι από την ανακαίνιση. Στη μέση μια γριά λεμονιά.
-Πστ. Ακούστηκε.
-Βρέ; έκανα και εγώ με αμηχανία μπόλικα χωρίς να ξέρω αν μιλώ μόνος μου η αν πράγματι κάποιος με κάλεσε.
-Εγώ είμαι, τι λένε; έχω αποκλειστεί στη παλιά πόλη. Είπε ο Θ.
-Το ήξερα, τόξερα θα 'χουμε μπλεξίματα βρε τι έκανες;

Τότε ο Θ. μου έδειξε από τη χαραμάδα του τοίχου το Άλφα το μεγαλοπρεπές, το σημερινό μήλον της έριδας και αθώο θύμα των περιστάσεων. Ήτανε σαν όλο το σύμπαν, η τόση εξέλιξη μέσα στις χιλιετίες και τα εκατομίρια χρόνια να το έφερε εκεί. Για να το ξηλώσει αυτό το μαχαίρι του μαυροφορεμένου άντρα, και για μένα, να γίνω και γω μάρτυρας και συνένοχος στην πράξη αυτή που η κοινωνία κατάκρινε.

-Φεύγα, του είπα, θα σε πάρουν γραμμή. Και έσφιξα τη γροθιά μου να του δώσω κουράγιο.Την ίδια στιγμή άκουσα την συρτόπορτα να ανοίγει και να μπαίνει μέσα ο αφεντικός και ο κύριος υπαστυνόμος. Με ´κεγε το στομάχι μου από το άγχος μη και μας άκουσαν. Σκέφτηκα ότι όλα παίρνουν τέλος εδώ, θα μας πιάσουν και τους δυο επ'αφτοφώρο και θα πεθάνουμε (πριν προλάβουμε να δούμε μάνα, φίλους και το αγαπημένο μας ξημέρωμα, ποίημα χρωμάτων και νηνεμία πριν την πρωινή κίνηση).

Ο υπαστυνόμος και ο αφεντικός κοίταξαν γύρο τους. Ωραία είπαν με ένα στόμα και τότε εγώ έφυγα. Όλο μου το σώμα κοιτούσε την χαραμάδα και ένιωθα τις κινήσεις του Θ πίσω από τον τοίχο. Ένιωθα τη φωνή του να με καλεί και το χέρι του να προσπαθεί να κρατηθεί απ τον ώμο μου. Ήταν σίγουρα μια τρέλα η πράξη του και ακόμη μεγαλύτερη η συγκάλυψη της από μέρους μου.

Μα τώρα ήταν αργά για πισωγυρίσματα. Τώρα ήμουν υποχρεωμένος να συνεχίσω αυτή την παράνοια, παρά της αξίες μου και την ευθύνη που μου έδινε η θέση μου. Παρά το ποιών μου το καλό το άγιο το ζωοποιώ.Βγήκα έξω από το αποθηκάκι και σέρβιρα αμέσως μια μπίρα και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στα παιδιά που κάθονταν στη γωνία, δίπλα απ το πιάνο.

Τους γνώριζα όλους προσωπικά και είχα μάλιστα πολύ καλή σχέση με τους περισσότερους. Ο ένας από αυτούς, είχε σημάδι ένα βλαντί στο μάγουλο, με κοίταξε με γουρλωμένα ματιά και κούνησε το κεφάλι σα να με ρωτά τα γεγονότα πως έχουν. Την ίδια στηγμή ο Σούλης, που δούλευε πόρτα απο τα δεκαέξι του, κοντά δηλαδή εικωσιτέσσερα χρόνια, αμίλητος, σκληρός σα πέτρα, και με ενα πρόσωπο έκριξη υγείας έκανε ενα βαθύ τεμενά ανοίγοντας την πόρτα στον μεγάλο αρχηγό και πρωτεργάτη της τάξης και της ηθικής. Το μοναδικό δοιηκητή της τοπικής αστυνομίας.Δεν ήξερα τι να πω. Κούνησα το χέρι και το κεφάλι μου και είπα πως είμαστε άσχημα μπλεγμένοι.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Γράμμα απ τα ξένα.


                                                              Κλίμακα δύο


Βορράς                                                                                                              16-03-14



Τι μέρα ευχάριστη. Γεμάτη ξεχείλίξε φως και γέλια. Πλατσουρίσματα και εκπλήξεις. Και στο τέλος της λέει φανερώθηκε ένα κύκλος γεμάτος τέρμα. Από που να αρχίσω τα ευχάριστα. Χορτάτος σαν είμαι απ' το φαΐ και την ένταση της, σαν ένθετο η ψυχή μες το σώμα μου, νιώθω κάθε άκρη του κορμιού μου ν' αστράφτει. Ρε τι λέτε σήμερα! Τι γέλια!

Να, κρατούσα δυο παιδιά στα μπράτσα μου και χόρευα. Σα να πετούσα απ τα χώματα στον ουρανό. Φωνάζανε τραγούδια απροσδιόριστα μου τρυπούσαν τα αυτιά. Η τσιρίδα τους έτρεχε με τα παπουτσάκια της μες το κεφάλι μου και χτυπούσε με τα λερωμένα της χέρια τους τοίχους και τα πατώματα. Έβαλε σε όλα αταξία. Χοροπήδαγε κ' έσπερνε χρώματα. Ρε τι λέτε σήμερα, μια φορά στα χίλια χρόνια συμβαίνει αυτό. Σαν στους μύθους.

Δεν έλειπε τίποτα, δε περίσσευε τίποτα. Ήταν παντού γύρο μου η Ελλάδα σα νύμφη. Ναι ναι χόρευε γύρο μου στ' αλήθεια. Δεν ήταν μόνη όμως. Είν' το παράδοξο που με πέταε στον ουρανό όλο ένα. Είχε πλάι της ξωτικά και πλάσματα του βορρά, που πρώτη φορά βλέπουν τα μάτια μου. Νεράιδες που ματώσαν το γόνα τους και γκρινιάξανε ολοζώντανα. Δράκους να μας φιλούν μαζί τον σπουργίτι.
Αγαπημένοι και χαμογελαστοί. Με τις φωτιές τους και τα κελαδήματα τους.


Υ.Γ.
Έξω η θύελλα θα συνεχίσει όλο το βράδυ. Τα τρένα θα μείνουν στους σταθμούς. Τα βαπόρια το ίδιο.
Κλίμακα δύο. 

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Πρωινή Βόλτα.


Με τυφλώνει ο πυκνός ήλιος της Ελλάδας κάθε φορά που το πρωί, το κάθε πρωινό που είμαι εκεί σαν επισκέπτης, να βρίσκω μια αφορμή συνήθως ψεύδη εκ μέρους μου να φύγω. Να πάω λέει στο βιβλιοπωλείο να προλάβω την παραγγελία που θα έρθει εντός τον ημερών απ την Αθήνα. Κι είναι τόσο αληθινό το ψέμα μου, που βλέπω εμπρός μου  τον τρεμάμενο γλυκό βιβλιοπώλη, να κατεβάζει τα γυαλιά στη μύτη και να μου λέει ορίστε.  Τη φορτωτική μαυρισμένη απ το νέφος της μεγαλούπολης, ταλαιπωρημένη απ τα πολλά χιλιόμετρα, και τα πολλά ταξίδια, με κάποιο Γιάννη να κουβαλάει με τα χέρια το φορτίο.

Άλλες φορές εξαφανίζομαι γρήγορα πριν προλάβει μάνα και μνηστή να κάνουν ερωτήσεις.  Βουή και χαλασμένες καρότσες φορτηγών χτυπούν στο δρόμο Μία γυναίκα φωνάζει κάποια Στέλλα Και η Στέλλα μου έρχεται στο μυαλό  να χοροπηδά, να πέφτει και μετά να την κοροδεύουν τα αγόρια .

Βλαστήμια και τίποτ' άλλο. Μέσα στης κόρνες, τους κάδους που ξεχειλίζουν στο σκουπίδι και τα παλιόξυλα παρατημένα σε να παλιό οικόπεδο στην πόλη. Ποια πόλη; Στάση του ιδρώτα απάνω στο πήχη των χεριών και της παλάμες, βρίζω τον Ιησού και γω με τη σειρά μου, και τη φάρα του(τους ξένους θεούς όλους, τον φιλόσοφο Βούδα και την Κάλι με τα πολλά χέρια, τον Αλλάχ και τις παγωμένες μοίρες του βορρά Ούρντ, Βεαντάντι και το χρέος του ανθρώπου προς το μέλλον Σκούλντ) και σε λίγο όλοι παρέα γελάμε. Στο ίδιο αμάξι συνεπιβάτες, και ο κύριος Ιησούς έτσι νηστικός και δαρμένος και η Κάλι φιλήδονη και αχόρταγη για σάρκα. Αυτός ο χαριτωμένος  Βούδας με τα χέρια του να ιδρώνουνε κι αυτούνου πάνω στα γόνατα, και τις τρις μοίρες να κοιτάζουν παρελθόν μέλλον και τώρα.

Πιάνω της ιστορίες, μόνος μου, και εξηγώ το ποιων μου και ποιος είμαι. Άλλες φορές με ακολουθούν και νιώθω χρέος μου να δείξω, άλλες με αφήνουν μόνο να ησυχάζω. Μέσα στην πρωινή ζέστη, τη αφρατάδα  των μαρμάρων, ο σπουργίτης και αδέσποτα σκυλιά φιλούν το πάω μου και ο ήλιος και η χαρά του με κάνουνε να κοιτάω τα κάτω λόγω του σέβους προς το φως η κάποιας σκέψης άπρεπης λόγο της θέρμης  . Κάνω· μήπως είναι η συνήθεια του τόπου; με τα ματιά τρυπώ τη γη ως τον πύρινα.

Μπερδεύομαι μετά, χάνω το βήμα και πατώ άστατα. Κάθομαι στο μέρος που χασομερούσα σαν έφηβος και καπνίζω τα τσιγάρα ένα πάνω στο άλλο. Αγνοώ το ρόλο μου και την υπόσχεση, που πρόσφατα έμαθα ζβήνει λέει με τα χρόνια.

Μετά, δεν υπάρχει μετά. Το μετά το σβήει το φως κι αυτός ο άνθρωπος που χει στην τσέπη του στριμωγμένες δυο πακέτα οικιακές χαρτοπετσέτες, τραγουδά με τη πιτζάμα του και ξυπόλυτος οργώνει όλους τους δρόμους. Αναποφάσιστος, με ένα μα; στο στόμα μόνιμα ρωτιέται.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Κυνόδοντας

Ήμουνα λέει σε κάποιο παλιό εργοστάσιο η κάποιο παλιό εγκαταλελειμμένο νοσοκομείο. Κι όμως παρά το αφύσικο της ύπαρξης εκείνου του κτιρίου, παρά την ασχήμια που είχε φάει τους σοβάδες,  ήταν σε πλήρη λειτουργία. Τώρα που το καλοσκέφτομαι νοσοκομείο ήταν. Ξεκάθαρα.
Με ασθενείς, νοσοκόμους και γιατρούς, οδηγούς ασθενοφόρων και συγγενής παθόντων και με μια μικρή πρόχειρα κατασκευασμένη εκκλησία. Εγώ δεν ήμουν επισκέπτης η κάποιο μέλος του προσωπικού, καθώς θα ταίριαζα καλά στα μαγειρεία η σα βοηθός στο μαγνητικό τομογράφο. Ήμουν εγώ ο ασθενής, ο μικρός κουβαλητής του πόνου.

Είχα παει λέει εκεί για μια εξαγωγή τραπεζίτη. Μια διαδικασία σχετικά απλή μα αγχογενει για τον παθόντα. Με καλωσόρισε μια νοσοκόμα- βοηθός του γιατρού, καθόσον αυτός ξεφύλλιζε τα χαρτιά της πάθησης μου και της ακτινογραφίες. Χαμογέλασε λοιτα και μου είπε να καθίσω.
Η κατάσταση μου σταθερή πράμα που βοηθούσε στην γρήγορη διεξαγωγή, του κατά κάποιο τρόπο, χειρουργείου. 

Έπειτα μεταφερθήκαμε στη διπλανή αίθουσα, εκεί που γίνονταν η μικροεπεμβάσης. Στη μέση της καθόταν μια παλιά σκισμένη οδοντιατρική πολυθρόνα που από πάνω της κρεμόταν μια κυνική λάμπα χειρουργείου. Η ένταση της υψηλή που σχεδόν σου τυφλωνε τα ματιά. Γύρο στο δωμάτιο στέκονταν ξεχαρβαλωμένα μικρά πράσινα πλακάκια. 

Ρώτησα λίγο ανήσυχος γιατί τα τόσα φώτα; Και με τάραξε λίγο η ακαταστασία του χώρου. Πράγμα που το επισήμανα παρά τους φόβους μου πως θα ακουστώ παρακατιανός και αγενής. Οι δυο ασπροντυμένοι, απ τη μια ο γιατρός και από την άλλη η νοσοκόμα, καλοβουλοι και ευγενείς οικοδεσπότες αυτής της ρημαγμένης κλινικής, με καθησύχασαν και μου είπαν πως θα πρέπει να καθίσω ήρεμα ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία της εξαγωγής.

Και έτσι έκανα. Δε μου πολύαρέσουν οι αντιρρήσεις. Ο οδοντίατρος έδειχνε να κάνει κάποιες απροσδιόριστες κινήσεις στην άλλη γωνία του δωματίου. Γύρισε, με κοίταξε και σα να είχε φτερά στα πόδια του, σαν κάποιος αρχαίος δηλαδή αγγελιοφόρος, πέταξε κατά μήκος του δωματίου μέχρι που έφτασε εμπρός μου. Άφησε τα χέρια του και τα δάκτυλα του εμπρός μου να χορέψουν και ελευτερωσε από μέσα τους ένα ροζαλο αέριο. Χωρίς να χάσει χρόνο μου είπε να εισπνευσω πριν εξατμιστεί. Αμέσως άκουσα την ευγενή παράκληση του όχι από το δέος που δείχνει ο ασθενής στο ιατρό η από βιασύνη να τελειώσω αυτό το κουβάλημα του πόνου, αλλα για να αποφύγω το δυσάρεστο συναίσθημα που προκαλεί μια βελόνα καθώς τρυπά κάποιο σημείο που είναι κρυμμένο βαθιά μέσα στο στόμα.

Χωρίς να είναι ξεκάθαρη η τεχνική που εφάρμοσε ο γιατρός, στεκόμαστε όλοι όρθιοι, κρατούσε εμπρός μου την άνω γνάθο μου και αυτόν τον ταλαιπωρημένο τραπεζίτη. Την ίδια στιγμή σπόνδυλοι και άλλα κόκαλα που εφάπτονταν μετάξι τους κινούνταν γύρο μας αδιάκοπα. Η νοσοκόμα έδειχνε να χαίρετε και ο γιατρός με ένα χαμόγελο και ένα έντονο νόημα στα ματιά κουνούσε το κεφάλι του, όπως λέει κάνεις καλή δουλειά, η οπως επιβραβεύει μπράβο.

Άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας του κάτω ορόφου στο διαμέρισμα μου. Μπήκα και κοίταξα τον καθρέφτη σκεπτόμενος πως αδικήθηκα. Προς θεού δε χρειαζόταν να εξάγει την άνω γνάθο. Τώρα δε θα μπορέσω να χαμογελάσω ποτέ ξανά. Σκέψου τη αρνητικό αντίκτυπο θα έχει όλο αυτό στην επαγγελματική και τη κοινωνική ζωή μου. Αυτή του η ενέργεια ήταν εντελώς αφελείς και δείχνει έναν άνθρωπο χωρίς καμία εμπειρία. Άνοιξα το στόμα μου με την ελπίδα πως έχω εγώ το λάθος, μήπως μπορέσω και σπρώξω προς τα πίσω ένα από τα γερά μου δόντια. 

Καθώς παρατηρούσα το στόμα μου και έψαχνα ένα τρόπο λογικό να επανορθώσω τη ζημιά που είχα υποστεί, παρατήρησα μια τρύπα στον άνω δεξί κυνόδοντα. Όχι μια τρύπα που ήταν αποτέλεσμα της  κακής στοματικής μου υγιεινής, η ένα παλιό μου χτύπημα. Ούτε κάποιος λεκές από καφέ που μπορεί να ξεγελάσει το μάτι. Ήταν μια καλόφροντισμένη τρύπα από ασήμι, χωνευτή μέσα στο δόντι. Έξυσα λίγο με το δάκτυλο μου και ένοιωσα κάτι να προεξέχει από την είσοδο της καινούριας
μου περιπέτειας  και σκέφτηκα την ίδια στιγμή πως άλλη μια επίσκεψη στο νοσοκομείο ίσως να στοίχιζε και την ίδια μου τη ζωή. Προσπάθησα με όσο πιο λεπτές κινήσεις να γραπώσω αυτό το κάτι μέσα από την τρύπα. Απέτυχα δυο η τρις φορές μέχρι που κατάφερα να σταθεροποιησω τα δάκτυλα μου επάνω του. Και τράβηξα σταθερά, αργά και αποφασιστικά. 

Και να μαι μέσα στην τουαλέτα του πρώτου ορόφου, γεμάτος οργή, με ένα γατί να μου καίει το λαιμό, ρίχνοντας όλη την ευθύνη στη γλυκιά μου τη μητέρα, να κρατώ ένα κατάμαυρο κάποιας εκκλησίας κομποσκοίνι.


Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Η πορνη (Μέρος 1)



  Θα  πω την ιστορία της ζωής. Που στο βιβλίο των πλασμάτων δίπλα από τη φωτογραφία της, στέκουν οι λέξης σκύλος, η κίον η μούργος. Η σε άλλες γλώσσες, χάρη λόγου Σκανδιναβικές ονομάζεται "χουνδ", ως χαϊδευτικά αποκαλούμενο "βούβεν". Η ζωή είναι ο σκύλος της πόλης του Που. Αυτό το αθώο σύννεφο που πλέει στους δρόμους και τις αυλές, ακόμη και ανάμεσα  στα σπίτια με τις ανοιχτές πόρτες. Ο πιστός φίλος  και η φιλόξενη παρέα του κάθε διαβάτη της.

Έχει πέσει σε θέα ματιών, την έχουνε δει, να συνοδεύει κάθε λογής ανθρώπους, χωρίς καμιά προτίμηση χρώματος η αρώματος, από τη μια μεριά της πόλης στην άλλη. Σα να ήτανε γνωστοί από χρόνια. Μεγάλη δε συμπάθεια δείχνει στον Αδαμάντιο Κοραή και τους μεγάλους περιπάτους που κάνει μέχρι τη θάλασσα αργά τα βραδιά, όταν τα αδιάκριτα ματιά της πόλης έχουν κλείσει και το ματόχαντρο που έδωσε η μάνα είναι αχρείαστο.

Αυτός ήταν που της κόλλησε τη ρετσινιά ονομασία της πόρνης. Της έλεγε: που είσαι; Που ει-σαι εσύ βρε πορνίδιο, μωρή πόρνη, πουτάνα; Και η ζωή, αυτό το αγαθό πλάσμα του ουρανού τόνε κοιτούσε τουρλώνοντας τα πισηνά της, και κουνώντας την ουρά της ζωηρά.

Στη γέννηση της δεν ήμουν παρών. Ούτε κάποιος από τους ήρωες της πόλης ήταν μάρτυρας των πρώτον χρόνων της ζωής της. Μόνο ξαφνικά σα  βροχή μες το θέρος ήρθε η ζωή στην πόλη του Που. Στην αγκαλιά ενός τρελού επιβάτη της. Του Αντώνη του Φράγκου. Εγώ δεν είμαι κατάλληλος να διηγηθώ την ιστορία της, αλλά έχω βρει εδώ ανάμεσα στα χαρτιά μου ένα φίλο από το ημερολόγιο του Αντώνη του Φράγκου. Εκεί γράφει αυτός ενα κομμάτι από την ιστορία της ζωής. Το καθάρισα όσο μπορούσα από τους καφέδες πουχανε πέσει απάνω του και το παραθέτω αυτούσιο:

" Είχα βγει αργά τη νύχτα εχτέ. Πήγαινα και όλο πήγαινα και δε με ένοιαζε τίποτα. Κατά τη μια το βράδυ είχα βγει από τα όρια της πόλης και ήμουν σχεδόν πίσω κατά τα βουνά. Σκοτάδι. Φύσαγε ο αέρας, σφύριζε πάνω από τα δέντρα και στα βάθη άστραφτε ο ουρανός κάτι νέο. Άμα φοβόμουνα έκανα μουλωχτά το σταυρό μου, εστριβα το μουστάκι  μου και μύριζα για σίγουρα τα ´χαμνα μου. Πήρα το δρόμο για το αλλού. Δεν ήξερα που, μόνο πήγαινα.

Μέσα στο σκότος το τρομακτικό το θηριώδη είδα εμπρός σε να ξέφωτο να τρεμοπαίζουν κάτι άσπρογαλανα φώτα. Ζωή... Μάσησα παγωμένος σαν άγαλμα. Και στάθηκα εκεί, στην αγία Παναγία το ορκίζομαι περί τα 25 λεπτά μιας ώρας. Ζύγωσα κοντύτερα να δω τι να ναι αυτό το φως τ´ ασπρογαλανο.

Μπρος στα πόδια μου κείτονταν ενα μικρούλι σκυλάκι. Ασπρογαλανο φουντωτό, με κάτι σγουρά μαλλιά να πεθαίνει. Του κανα λίγο έτσι με το πόδι να δω κάποια αντίδραση, χόρεψα λίγο γύρο αυτό το χορό τον ινδιάνικο που μου έμαθε ο Μήτσος  μη και προγκιξη και αρχινήσει να τρέχει. Τίποτα. Έπεσα στα γόνατα μέσα το ασπρογαλανο φως του και ρώτησα: -Είσαι καλά; Σε σένα μιλάω; Εει; Μωρέ πλασματακι; Του έκανα έτσι με τα χνώτα μου μες τη μουσούδα του. Θάρρεψε τα μάτια και γλυφτικε.


Μετά από ώρα κάπως έδειξε να ενοιωνε. Κάτσε να σου πω μου είπε και με χτύπησε καταπρόσωπο η έκπληξη. Δεν μίλησα. Έκατσα χάμω δίπλα του κι άκουγα.
 Έχασα  στο δρόμο τα αφεντικά μου, την οικογένεια που με είχε και ζούσα. Περπατούσα μέρες χωρίς φαγητό και νερό. Περπατούσα στο θάνατο. Έχασα την αγάπη μου. Τους φίλαγα όλους καλά, κάθε ήχος, κάθε κίνηση έξω στο δρόμο, η από ποδήλατο η από τροχοφόρο αμάξι, συναντούσε το  μενος μου. Και κάθε φορά που έδειχνα υπερβάλλοντα ζήλο, με το δίκιο του, το αφεντικό με βλαστημάγε. Σχεδόν κάθε μέρα. Βγήκαμε με τον πάτερ της οικογένειας βόλτα με τραβούσε δυνατά, βιαζοτανε σίγουρα, άλλο λόγο δεν είχε, να πάμε μακριά ενα περίπατο. Ξαφνικά εκεί που μύριζα ξεκαπίστρωτη είδα το μπουχό απ τ´ αμάξι του που έτρεχε. Έτρεξα και γω πίσω του. Έτρεξα μέχρι που δε μποραγα άλλο. Είμαι χαζή, ανίκανη. έπρεπε να έχω προλάβει. Προσπάθησα να τους βρω. Μάταια. Έχω χαθεί και έχω μέρες να φάω.
-Πως σε λένε ασπρογαλανο πλάσμα;
-Δε ξέρω. Μου είπε

Το ζωντανό και μετά αποκοιμήθηκε. Εγώ ξέρω πως ο κόσμος δεν είναι ρόδινος έξω από την πόλη του Που. Μα δεν είπα κουβέντα σε αυτό το ασπρογαλανο σύννεφο. Την σήκωσα στην αγκαλιά μου και κατηφόρισα προς την πόλη του που. Μέσα στο σκότος το ήσυχο και την αγαλιά της νύχτας με το φως το ασπρογάλανο να φωτά το σκοτάδι τριγύρω μας.

Έφτασα σπίτι. Έβαλα φαΐ και νερό σε δυο δοχεία και τηνε ξάπλωσα πάνω σε να παλιό μαξιλάρι. Έπεσα και γω δίπλα της να την ζεσταίνω. Αποκοιμήθηκα."