Κι έτσι, έτσι ανάμεσα στους σοβάδες που τρώει η υγρασία αχόρταγη, τα κουφώματα που καπνίζουν σαπίλα, κάθετε ο αυτός ο εκείνος. Χαϊδεύει το Άλφα της αναδρομής. Ο πιστός δούλος του. Ο αυτός ο εκείνος. Ταμπουρωμένος μέσα σε ένα 'πο τα πρώτα σπίτια της πόλης, υποταγμένος στη λαμπρότητα του Άλφα. Μπαρουτοκαπνισμένος και έτοιμος. Το κοιτούσε και του έλεγε λόγια όλο μέλι. Γυαλίζαν τα μάτια του πόθο, σα της πλατείας τα φώτα που χτυπούν το νερό τα βράδια. Και έτσι μες της αγάπες και τα λουσα του, έλεγε με παράπονο πνιχτό πως βλέπει το τέλος κοντά. Πως τώρα το παιγνίδι μοιάζει να τέλειωσε και πως την απόφαση την έχει παρμένη!
Το Άλφα ασάλευτο. Παγωμένο. Κρατούσε, αν με ρωτάς, μια σκληρή και άκαρδη στάση. 'Ητο η αρχή και το τέλος μαζί. 'Ητο η γέννηση και ο θάνατος. Κατακόκκινο και φλογερό να μοιάζει σα το κλειδί της ατέρμονης γνώσης.
Ο αυτός, ο εκείνος απόθεσε το Άλφα απάνω σε ένα βελούδινο πράσινο μαξιλαράκι και στάθηκε στα πόδια του. Πάτησε με τις λασπωμένες αρβύλες του πάνω σε κάτι σπασμένα γυαλιά και πήγε προς το παράθυρο που κοιτούσε στο δρόμο. Σιγή και δάδες φλεγόμενες. Βλέμματα μαύρα και αγχόνες ψιλά. Ο ένας από αυτούς έκανε τέσσερα βήματα εμπρός! Κάρφωσε τη δάδα στη λάσπη και φώναξε το όνομά του. "Θανάση" είπε " Θανάση, να βγεις από 'κει πουσαι κλεισμένος, να φέρεις το κλεμμένο που πήρες και να ποθάνεις σαν άντρας, άμα σου 'χει μείνει κομμάτι αντρεία στο μέσα σου".
Ο όχλος κούνησε σα κύμα της κόλασης. Σα θάλασσα φωτιάς αντανακλούσε στα μάτια του, σα τη θάλασσα που του μάθαινε ο πατέρας. Καυτή και δυνατή. Να, βγαίνανε από την πόλη με το καΐκι και του έμοιαζε, στο λόγο μου, σα μελίσσι η πόλη η όμορφη. Και μετά κάπνιζε αυτός και τράβαγε της τριχιές δυνατά -δε πονούσε ποτέ- και του έδειχνε με το κεφάλι κατεύθυνση κι ολο πήγενε να πει και ολο του πέφτανε οι στάχτες. Ο αυτός ο εκείνος κοίταξε τον όχλο, άνοιξε την παραθυρόπορτα και βγήκε στο μπαλκονάκι! Τι παράτολμη κίνηση τι κουταμάρα! Η ζωή του διέτρεχε κίνδυνο! Δε το έβλεπε μόνος του;(!)
Και εκεί που η πλάση όλη περίμενε κάποιο λόγο μετάνοιας, εκεί που ο μπροστάρης του όχλου χαμογελούσε με ικανοποίηση και ειχε τη γεύση της σάρκας του αυτού του εκείνου στο στόμα του, εκεί που οι γυναίκες αφήναν το κόμπο της φούστας να πέσει απ το γόνατο, σήκωσε το δείκτη του αριστερού του χεριού. Ναι ο αυτός ο εκείνος. Ξεκίνησε να γελά δυνατά. Ξεκαρδιστικέ γερά και το γέλιο του πέρασε πάνω από τα μπουριά που καπνίζανε, πέρα απ τις στέγες, τρόμαξε τις γάτες και τον αγγελιοφόρο. Έκανε τους αστυφύλακες που τον ψάχναν να γυρίσουν το κεφάλι προς την κατεύθυνση που ερχόταν το γέλιο. Και ήταν τόσο εκκωφαντικό και σαρκαστικό το γέλιο του που σταμάτησε για μία στιγμή και το βάδην του τρελού, και το χρόνο. Η δυναμή του μυθική.
Και έκανε ενα έτσι, ενα πράμμα σα τσάτ! ενα μπούμ! και να σου τον μέσα σε 'να αερόστατο μυθικών διαστάσεών. Το γέλιο του όλο και έπερνε μια μορφή πολέμου και σηρίνας. Ύψωσε το χέρι του στον ουρανό και την ίδια στηγμή πηδά το Άλφα μεσα στην άδεια του παλάμη.
"Την υγρασία και το τσιγάρο ποθό οσο τίποτα. Ελεύθερα. Ενα πστ! να με κτυπά πισώ στη πλάτη και το σκυλί να γαβγίζει αόριστα. Σε 'να τοίχο, σε ένα προσκηνητάρι, σε κάτι. Τα μπουμπουνιτά, το χειμώνα-η ομπρέλα να λείπει-και το ψιλόβροχο να έχω να κατιγορώ το χρόνο". Αυτά ήταν τα λόγια του τα τελευταία. Έπιτα πέταξε με όση δύναμη είχε το Άλφα απάνω στον όχλο. Έπιτα κορμιά φλεγόμενα και κάθε τι, η πόλη φλεγώμενη.