Βράδι
το τέλος
Θα
στο πώ Αντρέα μου, γιατί από όλα τα παιδιά
εσύ μου χεις κάνει την καλύτερη εντύπωση,
έχεις ότι χρειάζεται για τη δουλειά,
είσαι νέος, έχεις ποιότητα(εκείνη τη
στιγμή ευχαρίστησε πίσω τους γονείς
του Αντρέα), είσαι δυνατός, αλλά πρέπει
να ψηθείς να το πούμε έτσι λαϊκά, έτσι
όπως το καταλαβαίνεις καλύτερα. Θες
ακόμα δουλεία, βάλε το κεφάλι κάτω λοιπόν
και δούλεψε. Όχι από μένα. Και κάτι
τελευταίο(είπε προτείνοντας το δείκτη
του) μην παίρνεις την ψήφο μου αρνητικά.
Δες το σαν μια ευκαιρία να γίνεις
καλύτερος. Το πλήθος χειροκρότησε νωθρά,
δέν ήτο λίγοι οι θαυμαστές του Αντρέα
απεναντίας κάποια στιγμή μες τη βδομάδα
είχε ξεπεράσει και το 63% του βασικού
ανταγωνιστή του. Του Άκη. Οι σπόνσορες
γυάλισαν και οι ρεκλάμες κυλούσαν αργά.
Αντρέα. Τι ταξίδι ε; Θα συμφωνήσω με τον
πρώτο και εγώ και θα σου πω με τη σειρά
μου, μη το βάζεις κάτω, συνέχισε την καλή
δουλειά, να είσαι αυτός που είσαι και
στα σίγουρα έχουμε να δούμε πολλά
πράγματα από εσένα στο μέλλον, όχι μονό
εδώ εμείς άλλα όλοι μας. Όχι και από
μένα, είπε και με τα ανορεξικά της τα
μάγουλα ρούφηξε τα σαρκώδη της χείλη.
Τότε ο νεαρός άντρας μάγκωσε λίγο τα
χείλη του και έσκυψε μονο λίγο το κεφάλι.
Η μανα του που κρατούσε με το ζόρι τους
λυγμούς στο σαγόνι της τόνε κοίταξε
πονετικά και του κανε νόημα κουράγιο.
Και ο πατέρας του δίπλα να κράτα το να
χέρι της μάνας να τον κοιτά στα μάτια
να του δώσει δύναμη. Τον θυμήθηκε μικρό
που χανότανε στα χωράφια όλη μέρα και
τραγουδούσε χορεύοντας, πέταγε πέτρες
και έτρεχε στις κατηφόρες. Κοίτα τον
τώρα κοτζάμ άντρας και πάρα τρίχα θα
κέρδιζε. Φωνές ξεβλάσταρες ακούστηκαν
δώ και κει -μαζί σου Αντρέα- κάποιος
άλλος σφύριξε και μια ομάδα από φίλους
του χειροκρότησαν όρθιοι. Η παρουσιάστρια
έκανε νόημα ησυχία Τότε ο τρίτος από
τους σοφούς, ο πιο παλιός, ένας
παχουλούτσικος ιδρωμένος εξηντάρης με
φωνή κοριτσίστικη και μαύρες τρίχες
στα δάκτυλα σηκώθηκε από το σκαμπό του
νωχελικός μες το αστραφτερό του κοστούμι.
Σοβαρός με τα μάγουλά του να κρέμονται
τα κάτω και το μάτι το να μισόκλειστο
σιγοκούνησε το κεφάλι και τίναξε τα
λιγδομένα του μαλλιά. Χειροκρότησε
όρθιος. Πίσω του, το κοινό, ξέσπασε σε
χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Κάποιες
κοπέλες έκλαψαν άλλοι πιο συγκρατημένοι
ξεφούσκωσαν τον αέρα απ τα μέσα τους.
Οι γονείς όρθιοι να τον κοιτούν στα
μάτια. Δεν έχω να πω κάτι παρα μόνο αυτό,
είπε ο τρίτος και έκατσε στο σκαμπό του,
είναι πολύ υψηλό το επίπεδο στο σόου
παιδιά και αυτό φαίνεται
Ήταν
πραγματικά μια πολύ δύσκολη απόφαση.
Αντρικο μου μια συμβουλή αγόρι μου, αυτό
είναι ανταγωνισμός και εσύ μόλις πήρες
μια πρώτη γεύση από το τι σε περιμένει
εκεί έξω, τράβα μπροστά! Η καλλίγραμμη
παρουσιάστρια είπε: Μάζεψε τα πράγματά
σου τώρα Αντρέα και φύγε από το σπίτι.
Τώρα και οι τρεις ήτο όρθιοι και
χειροκροτούσαν τον Αντρέα που φεύγει.
Ο Νίκος Κοραής έκλεισε την τηλεόραση
και κοίταξε έξω από το μπαλκόνι του. Τι
γλυκιά νύχτα σκέφτηκε. Κάτι τον τράβηξε
έξω στο μπαλκόνι και τη δροσερή ησυχία
του. Από κει φαινότανε η πόλη του Πού
χυμένη προς τη θάλασσα, πολύχρωμη και
σκοτεινή μαζί, ήσυχη με τους ανθρώπους
της και την πρωινή αγορά να περιμένει
να στηθεί για το αύριο. Το δημαρχείο στα
αριστερά και τρεις δρόμους πιο κάτω,
και η οδός Ιλισίων φωτεινή πάντα της
νύχτες με όλο τον κόσμο να περνά από
κει. Κοίταξε το ρολόι του και άναψε
τσιγάρο. Δώδεκα παρα πέντε. Ακούμπησε
το χέρι του στο τραπέζι και κτύπησε τα
δάκτυλά του ελαφρά, σα να τραγουδά κανείς
με αυτά. Απορροφήθηκε έπειτα στη ερημία
της νύχτας, μία οι ήχοι από της τζούρες
του τσιγάρου του που 'ταν καφτές, και
μια τα τριζόνια, ήταν σα να χάνει το χώρο
γύρο του και οι ήχοι του γίνονταν όλο
πιο πολύ και αδιάφοροι. Βυθίστηκε όλο
και πιο πολύ σε σκέψεις κ’εικόνες, το
βλέμμα του είχε χαθεί ανάμεσα στη λίγες
γλάστρες που χε στο μπαλκόνι του και το
στενό που περνούσε από κάτω. Έκανε μια
αναδρομή της πρωινής κατάδυσης στο
ναυάγιο και τη μεγάλη βοήθεια που πήρε
από το μπάρμπα Κώστα που ήξερε τα νερά.
Μάλλον από της τελευταίες σκέφτηκε αφού
το έργο έχει ξεκινήσει δύο εβδομάδες
τώρα. Τονε τρώγανε όμως τα μέσα του, θα
ναι καλό; θα αρέσει; σκέφτηκε. Κάτσε
ακόμα δεν άρχισες παρηγόρησε τον εαυτό
του. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα,
έβγαλε από το ψυγείο ένα παγούρι παγωμένο
νερό και ήπιε με το στόμα. Σκουπίστηκε
του και το πήρε μαζί του στο εργαστήρι.
Στη μέση του και περικυκλωμένο από
εργαλεία, καλέμια και σφυριά διαφορετικού
μεγέθους και ένα σκαμνί βαμμένο με κάθε
λογής χρώμα, ξαπλώνει ένα πλουτώνιο
πέτρωμα κοκκοειδές. Παραλληλόγραμμο
στη βάση του και λίγο πιο πάνω έχει
ξεκινήσει να παίρνει μορφή. Δείχνει σα
να ναι να σκαρί πλοίου που απ τη μία
μεριά είναι τραχύ, και γλυφό λείο απ την
άλλη. Ο Νίκος το κοίταξε και ξανά ήπιε
νερό απ το παγούρι. Χτύπησε λίγο τη βάση
της γροθιάς του στο πέτρωμα και ψιθύρισε:
πάω μια βόλτα. Κατάλαβε οτι ήτανε κάπως
φορτισμένος, λίγο βαρύς. Έτσι όπως όταν
ένιωθε όταν ήτανε μικρός που αποτύχενε
να κλωτσίσει τη μπάλα ευθεία. Πήρε το
δρόμο για τη θάλασσα. Κατηφόρισε την
πόλη του Που μασώντας ένα κλωνάρι
βασιλικού και παίζοντας νευρικά τα
τσιγάρα στο χέρι. Απέφυγε την οδό Ιλισίων,
τα φώτα τον πέθαιναν και ήθελε να αποφύγει
τους τυπικούς διαλόγους με κάποιον
γνωστό που τυχόν συναντούσε, άλλωστε
έβρισκε επίσης πιο του γούστου του τα
άλλα δρομάκια που βγάζαν στη θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου