Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Το Πρότζεκτ(μέρος τρίτο)





Το σκοτάδι 'χε πνίξει το σπίτι. Απ το δωμάτιο ακουγότανε ο τσοπάνης, η βαριά η ανάσα του, και δίπλα η Ελένη με το στόμα ανοιχτό να κοιμάται. Η παλιά ντουλάπα, που ήτω κι δύο περήφανοι, στεκότανε στη γωνία της κάμαρας, και κάτω απ το πόδι της το δεξί τη στηρίζανε δυο σφήνες εντελώς αυτοσχέδιες, με να καθρέφτη στο μπρος της το μέρος θαμπό κι άγριο που ο μύκητας είχε αρχινίσει και φούντωνε απάνω του. Εκεί καθότανε όλα τα καλά τους τα ρούχα. Δυο σακάκια και ένα παντελόνι υφασμάτινο που η ταμπέλα του έγραφε χώρα προέλευσης και αναλογία υφάσματος και μια φούστα φωτεινή με μαργαρίτες απάνω της, αφόρετη κοντά εικοσιτέσσερα χρόνια.

Από κάτω η στόφα έκαιγε ακόμα, τα κούτσουρα και ένας ήχος μιας πόρτα παλιάς χάλασε το χάζι και το ζεστό της ατμόσφαιρας. Δυο φώτα πολύχρωμα τρεμοπαίζαν στο πάτωμα και να παιδί βάδιζε δειλά μέσα τους τσίτσιδο και ένοχο. Στάθηκε έξω απ την πόρτα του τσοπάνη και της ωραίας Ελένης του και άνοιξε σιγανά σιγανά. Θέλει να δει πόσο κοιμούνται, θέλει να δει τα στοματά τους που ακούγονται τα ροχαλητά και να μυρίσει τα χνότα τους και τα χέρια τους και μετά να πα στη δουλειά του.

Μπήκε ο διάολος. Στάθηκε. Και περπάτησε μέσα σε αυτά τα τρεμάμενα φώτα αργά προς το μέρος τους. Κοίταξε έξω από το παράθυρο το πεύκο πως χόρευε στον αέρα και τρόμαξε. Έφτασε δίπλα από το κρεβάτι του τσοπάνη και κοίταξε. Μα ήταν ζουμπάς λέγανε και δε μπορούσε να δει τον τσοπάνη στα μάτια. Έκανε να φύγει με την απόφαση να πάει ηττημένος για ύπνο. Μα μια αρπαξιά ένιωσε να του τραβά αυτό το κιτρινιάρικο σώβρακο. Τρόμαξε κι είπε πως το σμερδάκι τον έφαγε και τσίνιξε να γλιτώσει. Γύρισε και είδε ότι είχε πιαστεί το ρούχο πάνω σε μια πρόκα που έξεχε από το μπαούλο που είχε πάρει προίκα ο παππούς πριν από χρόνια πολλά, όταν αυτός, λέγαν, ήταν χρόνια αγέννητος.

Στάθηκε εκεί λίγο να κοιτά εκείνη την πρόκα από δυο βήματα απόσταση και μια ιδέα βαθιά, ένα σχέδιο του ήρθε. Κόντεψε το παλιό μπαούλο και ανέβηκε με τη μία επάνω του. Κοίταξε έξω το πεύκο που χόρευε και αυτή τη φορά δε κιότεψε κοιτούσε σαν άντρας σωστός για ώρα αλώβητος. Έγειρε πάνω από το τσοπάνη και την Ελένη. Και οι δύο βαριανασαίναν με τα μάτια επτασφράγιστα. Η ώρα δέκα και τέταρτο.

Έκανε έτσι με το δάχτυλό του πάνω απ τη μύτη του τσοπάνη και κατα λάθος ακούμπησε, προκάλεσε το θηρίο στα ίσα. Εκείνος κουνήθηκε λίγο, σα να λίγο να σάλεψε, μα η κούραση δε χάριζε τον είχε βυθίσει στην άβυσσο.

Ο μικρός(μα ας μη κουραζόμαστε με την ιδιότητα και ας του δώσουμε όνομα, ας τονε πούμε Πέτρο). Ο Πέτρος κατέβηκε από το μπαούλο και πήγε με τη μία από κάτω. Έκλυσε προσεκτικά την πόρτα πίσω του και πήγε προς το σερβάν. Ζύγωσε μια καρέκλα κοντά του και ανέβηκε. Σήκωσε αυτό το κεντητό πετσετάκι και πείρε το γράμμα στα χέρια του. Το βάλε κοντά στη μύτη και μύρισε, κι έπειτα στο στόμα και μάσησε λίγο τη μία γωνία του. Δεν ήτανε ζάχαρη και γι' αυτό δεν τον ένοιαζε. Το έβαλε στη θέση του και πήγε προς το σκοπό που είχε μείνει ξύπνιος περιμένοντας τους μεγάλους να σβήσουνε.


Πήγε δίπλα στο τραπέζι και σήκωσε το τραπεζομάντιλο. Μρός του κοιτούσε αυτή η μπίλια που είχε απάνω του το χερούλι του συρταριού. Κοίταξε για λίγο ζαλισμένος και αυτά τα φώτα των παπουτσιών του σταματήσαν το τρέμει τους. Το άνοιξε. Ανάμεσα στα πολλά, τις βίδες, τις σφήνες και τα πριόνια, ήτανε ξαπλωμένη κι αυτή. Η απαγορευμένη φαλτσέτα. Μια κυρία ανώτερης τάξης, αυστηρή και απολυτός υπεύθυνη. Με τη λαβή της δουλεμένη καιρό και καλοφροντισμένη. Ακουμπημένη, η μάλλον διπλωμένη μέσα σε μια κόκκινη τσόχα.

Η μυρωδιά του συρταριού, του αιώνια κλειστού, του απαγορευμένου καρπού, τον έκανε να ανασαίνει πιο γρήγορα και ένιωσε να τονε φυσάει ο αέρας. Σα να φύγαν οι τοίχοι από γύρο και να έμεινε αυτός και το πεύκο. Να χτυπιούνται στη θύελλα που 'ρθε.

Πήρε με το χεράκι του το παιδικό μέσα απ την τσόχα τη φαλτσέτα και περπάτησε προς το δωμάτιο της μάνας του. Τα φωτάκια στα παπούτσια τρεμόπαιζαν και έξω ο αέρας φυσούσε τον κόσμο.
Ανέβηκε απάνω στη μάνα του που κοιμότανε βαριά, χάρη του κόπου της ημέρας, ακούμπησε το λεπίδι στο λαιμό της και πίεσε τραβώντας απότομα. Της έκοψε το λαρύγγι στεγνά. Το ίδιο έκανε ο μικρός Πέτρος και με τον τσοπάνη και την Ελένη. Σφαγίασε τους τρις στην ποιο αθώα στιγμή τους.

Έπειτα βγήκε ματωμένος στη νύχτα και στον αέρα. Χάθηκε στα βουνά βολόδερνε μες τα πουρνάρια και τις πέτρες αγέλαστος κι αδίσταχτος. Μόνο σημάδι του, για να φυλαχτούν απ αυτόν οι αθρώποι, αυτά τα τρεμάμενα φώτα των παιδικών παπουτσιών του. Να αναγγέλλουν την άφιξη αυτού του κρύου θανάτου.